Ο ρόλος του Δικηγόρου ως συλλειτουργού στην απονομή της Δικαιοσύνης

Του Αναστάση Θεοχαρίδη *

Πολλά ακούγονται κατά καιρούς για την ιδιότητα, τον ρόλο και την αποστολή των Δικηγόρων. Οι τελευταίοι γίνονται συχνά δέκτες αυστηρής κριτικής, αυστηρότερης ίσως από κάθε άλλο επαγγελματία και/ή λειτουργό και αυτό ίσως επειδή η δικηγορία θα πρέπει πρωτίστως να εκλαμβάνεται ως λειτούργημα και δευτερευόντως ως επάγγελμα.

Ο Lord Macmillan το 1933, στην προσπάθεια του να δώσει τα γνωρίσματα των ασκούντων την τέχνη του δικηγορείν, είχε πει, μεταξύ άλλων, πώς «…..η άσκησή της με ένα υψηλό αίσθημα τιμής, που χαρακτηρίζει το δικηγορικό επάγγελμα στη χώρα μας, αποτελεί το προπύργιο της δικαιοσύνης και της ελευθερίας».

Σε αντίθεση με την πιο πάνω ηθική και ρεαλιστική, θα λέγαμε, προσέγγιση της τέχνης του δικηγορείν, η άποψη του David Panick, όπως αυτή διαμορφώνεται τον 20ον αιώνα, προβάλλεται ωμή, προσβλητική για ένα Δικηγόρο αλλά και για το όλο Νομικό Σύστημα αλλά και εξίσου ρεαλιστική και η οποία εν πολλοίς λέγει πως το καθήκον του Δικηγόρου είναι να είναι πειστικός για αυτόν που τον πληρώνει, για να ακούει την φωνή του. Σε συνάρτηση τούτου, με το γεγονός ότι ο Δικηγόρος που μεταφέρει την φωνή του εντολέα του μπορεί να μην τα συμμερίζεται και/ή αυτά να είναι ανάθεμα για τον ίδιο και/ή να προσβάλλεται από αυτά, δίδουν το «πεδίο μάχης» και τον «ενδότερο αγώνα» που ένας Δικηγόρος βιώνει και κάνει κάθε φορά που καλείται να υπερασπιστεί τον εντολέα του.

Ο Δικηγόρος σαφέστατα και είναι ο υπηρέτης του εκάστοτε Νομικού Συστήματος μίας Χώρας και άρα θα πρέπει να τον διακρίνει μία σειρά χαρακτηριστικών και ιδανικών που ως τέτοια, συμβάλλουν στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Ο Δικηγόρος επομένως έχει υποχρέωση όχι μόνον προς τον πελάτη του και εαυτό του (σεβόμενος την όποια προσωπικότητα και ηθική του) ΑΛΛΑ και προπαντός, υψηλό αίσθημα ευθύνης έχει έναντι του Δικαστού, Δικαστηρίου και άρα του Θεσμού της Δικαιοσύνης γενικότερα. Όπως είχε διατυπώσει εξάλλου το εκεί κατά τόπον και καθ ύλη αρμόδιο Αγγλικό Δικαστήριο στην απόφαση Swinfen v. Lord Chelsmoford, ένας δικηγόρος δεν είχε μόνο υποχρέωση προς τον πελάτη αλλά και προς το Δικαστήριο ΚΑΙ γενικότερα προς το κοινό.

Άρα θα πρέπει να αντιληφθούν όλοι, οι οποίοι μετέχουν, ανεξαρτήτως βαθμού συμμετοχής, στην απονομή Δικαιοσύνης ότι, εκτελούν υπέρτατο δημόσιο καθήκον το οποίο επιτάσσει ειλικρίνεια, ευθύτητα, εντιμότητα, ηθική, γνώση και υψηλό το αίσθημα ευθύνης. Και κάτι, που δυστυχώς, απουσιάζει όχι μόνον από τα Κυπριακά Δικαστήρια αλλά γενικότερα. Από την άλλη ασφαλώς, δεν παύουν να υπάρχουν και οι εξαιρέσεις οι οποίες κάποιες φορές εξισορροπούν την όλη κατάσταση ή λάμπουν στο «σκότος» των κανόνων.

Επισημάνθηκε πιο πάνω ότι όλοι, λίγο έως πολύ, συμβάλλουμε στην απονομή της Δικαιοσύνης και έκαστος φέρει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί. Επομένως, σκοπός και στόχος πρέπει να είναι ή θα έπρεπε να είναι (για όσους κατέρχονται στο στίβο της δικαστηριακής μάχης με διαφορετικό «καθεστώς» και αντιλήψεις), η όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη, δικαιότερη και ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης. Για αυτό το λόγο και ο Κύπριος Νομοθέτης, εν τη σοφία του, θέσπισε τους Δεοντολογικούς Κανονισμούς του 2002, οι οποίοι καθορίζουν τα καθήκοντα και υποχρεώσεις των Δικηγόρων προς το Δικαστήριο, τους πελάτες, τους συναδέλφους και προς το κοινό. Μη τήρηση των εν λόγω Κανονισμών, επισύρει όχι μόνον πειθαρχικές κυρώσεις αλλά και δικαστικές.

Καλό και φρόνιμο θα ήταν λοιπόν, όλοι οι Δικηγόροι προτού κατέλθουμε στην αρένα της μάχιμης δικηγορίας, να διαβάσουμε και να αντιληφθούμε το περιεχόμενο τους. Θα επιθυμούσαμε να παρουσιάσουμε περιληπτικά κάποιους από τους Κανονισμούς, έτσι ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί και ο μέσος αναγνώστης τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει κάθε φορά ένας Δικηγόρος:

  •  Ο Κ. 4 ρυθμίζει το τι συνιστά απαραίτητη συμπεριφορά και μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι: «ο δικηγόρος οφείλει να έχει πάντοτε υπόψη ότι υπηρέτει τη δικαιοσύνη και συνεργάζεται στην απονομή της…. Είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του πελάτη του στο μέτρο της ικανότητας του, χωρίς φόβο και σε αυστηρή συμμόρφωση με την ισχύουσα περί Δικηγόρων νομοθεσία και τον ΗΘΙΚΟ ΝΟΜΟ». Επομένως, νομικό καθήκον και ηθικός νόμος, είναι θεωρούμε έννοιες παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες. Βάσει αυτών, θα πρέπει ένας Δικηγόρος να επιδιώκει την επίλυση της όποιας διαφοράς είτε εξωδικαστικά, είτε ενώπιον Δικαστηρίου.
  •  Ο Κ. 5 ρυθμίζει τα της τιμής και αξιοπρέπειας του επαγγέλματος. Η τέχνη του Δικηγορείν αποτελεί λειτούργημα και ο φορέας της, φέρει την ιδιότητα του Δικηγόρου ο οποίος είναι λειτουργός, υπηρέτης όπως αναφέρθηκε πιο πάνω της Δικαιοσύνης. Επομένως, θεωρούμε πως, ένας Δικηγόρος ο οποίος σέβεται τον εαυτό του και έχει το ελάχιστο νομικό – πνευματικό – μορφωτικό επίπεδο, ενώπιον Δικαστηρίων πρέπει να λέγει και/ή εξυπηρετεί την αλήθεια και/ή αναφέρει όλα εκείνα τα γεγονότα τα οποία οδηγούν στην ανεύρεση της αλήθειας και συμβάλλουν τελικά στην απονομή Δίκαιης Δικαιοσύνης.
  • Επίσης ο Κ. 6 αναφέρει ότι: «……. Προσήλωση στις βασικές αρχές του δικηγορικού επαγγέλματος, που περιλαμβάνουν την εξυπηρέτηση της αλήθειας και του δικαίου με ανεξαρτησία, ελευθερία και αξιοπρέπεια». Όλα αυτά σαφέστατα και εξυπηρετούν την αλήθεια.
  •  Επιπλέον, ο Κ.7 ρυθμίζει γενικά, τα γενικά καθήκοντα προς το Δικαστήριο, τους πελάτες και τους συναδέλφους. Από το πνεύμα του Κανονισμού αυτού προκύπτει και πάλιν ότι οι υποχρεώσεις ενός Δικηγόρου είναι συλλογικές και με πολλούς αποδέκτες και ο ρόλος του πολύ σημαντικός αφού με την στάση του, ή δια πράξεως ή δια παραλείψεως, συμβάλλει στην απονομή της Δικαιοσύνης.
  • Ο Κ. 8 αναφέρει ότι η αυστηρή τήρηση των Κανονισμών Δεοντολογίας διασφαλίζει και εγγυάται την δέουσα άσκηση του λειτουργήματος, η οποία αναγνωρίζεται ως αναγκαία και απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία κάθε ανθρώπινης κοινωνίας. Επομένως, η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος είτε από τον συνάδελφο, είτε από το Δικαστήριο, μπορεί να εξασφαλίσει στον Δικηγόρο μία νίκη και στα όμματα της Κοινωνίας να δώσει την εντύπωση του ικανού και έξυπνου Δικηγόρου ΑΛΛΑ ουσιαστικά, η συμβολή του στο σύστημα της απονομής Ορθής, Δίκαιης και Αποτελεσματικής Δικαιοσύνης και στην Συνείδησή του θα είναι ο χαμένος.
  •  Ο Κ. 10 αναφέρει ότι: «…… πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες δεοντολογίας και της επαγγελματικής ηθικής και δεν πρέπει να δίδει συμβουλή για ευαρέσκεια του πελάτη του ή ως αποτέλεσμα εξωτερικής πίεσης». Άρα ο δικηγόρος είναι ελεύθερος να επιλέξει το ορθότερο και δικαιότερο για τον πελάτη του, με ανεξαρτησία και χωρίς αλλότρια συμφέροντα ή πιέσεις έξωθεν η άνωθεν. Όπως χαρακτηριστικά έχει καταγραφεί από τον Έντιμο Δικαστή Τάκη Ηλιάδη « …..δεν πρέπει να δίνει νομικές συμβουλές που ευχαριστούν τον πελάτη ΑΛΛΑ να του παρουσιάζει την πραγματική νομική πλευρά της υπόθεσης, ανεξάρτητα αν η εικόνα αυτή είναι δυσμενής για τα συμφέροντα του πελάτη».
  •  Ο Κ. 11 ρυθμίζει τα της εντιμότητας, ευθύτητας, τιμιότητας και ειλικρίνειας. Προσόντα ή διδάγματα με τα οποία θα πρέπει να έχει «μεγαλώσει» και γαλουχηθεί ένας Δικηγόρος.
  •  Ο Κ. 16 ρυθμίζει τα της υπεράσπισης των συμφερόντων του πελάτη/εντολέα. Σε γενικές γραμμές αυτά θα πρέπει να εξυπηρετούνται με ένα δίκαιο και ορθό τρόπο, χωρίς όμως να διαταράσσεται το γενικότερο πνεύμα των Κανονισμών, το οποίο επιτάσσει όπως πάντοτε υπερισχύει η αλήθεια έναντι των συμφερόντων του πελάτη.
  •  Ο Κ. 20 διέπει τα της έναρξης και λήξης της σχέσεως εντολέα – εντολοδόχου κατά τον οποίο ο 2ος πρέπει να συμβουλεύει και να υπερασπίζεται τον 1ον με ευσυνειδησία, επιμέλεια και να τον κρατά ενήμερο για όλες τις τρέχουσες εξελίξεις της υπόθεσης.
  • Ο Κ. 23 διέπει το θέμα της ορθής νομικής συμβουλής και κυρίως η παράγραφος 2 ρυθμίζει το θέμα του συμβιβασμού. Πάντως, ο μηχανισμός αυτός χαίρει εκτίμησης και χρησιμότητας καθότι εξοικονομείται και πολύτιμος δικαστικός χρόνος αλλά και χρήμα, παράγοντες οι οποίοι ενδιαφέρουν άμεσα, πελάτες (οι οποίοι πληρώνουν) και Δικαστήρια (τα οποία θα κληθούν να μπουν σε ατέρμονες διαδικασίες).

*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος
Πηγές
• Lord Macmillan, Law and Other Things, 1937
• David Panick, Advocates
• Δικηγορική Δεοντολογία, Τάκη Ηλιάδη, Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λευκωσία 2007
• (1860) 5 Η Ν 890