Ο Πρόεδρος ανέπεμψε την απόφαση της Βουλής για τη λίστα Γιωρκάτζη

Ο Αναπληρωτής Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παναγιώτης Σεντώνας κληθείς  να αναφερθεί στην αναπομπή της απόφασης της Βουλής για δημοσιοποίηση της λίστας Γιωρκάτζη, είπε ότι «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έλαβε τη νομική συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα επί του θέματος, ο Γενικός Εισαγγελέας απέστειλε τη νομική του θέση και η απόφαση του Προέδρου είναι η αναπομπή της συγκεκριμένης απόφασης στη Βουλή παραθέτοντας τα επιχειρήματα που παραθέτει και ο ΓΕ στη γνωμάτευση του την οποία αποστέλλει και στη Βουλή για πλήρη ενημέρωση.

Αναφέρω δύο ζητήματα που προκύπτουν.

Το ένα είναι σε σχέση με το κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση της Βουλής εμπίπτει στις πρόνοιες συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος βάσει του οποίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα πρέπει να υπογράψει αποφάσεις της Βουλής κατά τον τρόπο που γίνεται στην περίπτωση των νόμων, και το δεύτερο είναι ότι εγείρεται θέμα και για το ότι ο Πρόεδρος της Βουλής εκείνη τη μέρα ήταν και Προεδρεύων της Δημοκρατίας. Άρα, ο Γενικός Εισαγγελέας επισημαίνει και το ζήτημα της διάκρισης των εξουσιών και των σχετικών προνοιών του Συντάγματος, οπότε οι νόμοι, οι αποφάσεις της Βουλής που λήφθηκαν εκείνη τη μέρα, στο σύνολο τους αναπέμπονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων».

Πρόσθεσε ότι αυτό που έπραξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν να λάβει τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και αυτήν ακολούθησε.

Ο Πρόεδρος της Βουλής, Δημήτρης Συλλούρης αναφερόμενος στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ανέφερε πως αυτή διαφέρει με τη γνωμάτευση του τέως Γενικού Εισαγγελέα Κώστα Κληρίδη η οποία έλεγε πως δεν υπήρχε κάποιο κώλυμα στην ταυτόχρονη ενάσκηση των καθηκόντων όταν προεδρεύει της Βουλής και της Δημοκρατίας. Πρόκειται είπε για πρακτική που ακολουθούσε εδώ και χρόνια.

Αναφορικά με το μέλλον της Λίστας Γιωρκάτζη, ο Πρόεδρος της Βουλής ανέφερε ότι αυτό θα αποφασιστεί από την Επιτροπή και την Ολομέλεια της Βουλής λαμβάνοντας υπόψη και τις σχετικές γνωματεύσεις που υπάρχουν.

Ανέφερε ότι κατά τη σημερινή συνάντηση της Ad Hoc Επιτροπής έγινε περαιτέρω επεξεργασία των όρων εντολής της Επιτροπής, με τον ίδιο να εκφράζει τη θέση ότι θα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω παρά τις ενστάσεις κάποιων ότι αυτό θα καθυστερήσει τα όποια αποτελέσματα.