Η διατροφική αυτάρκεια, η ενίσχυση της υπαίθρου και η προστασία της ταυτότητάς μας δεν μπορούν να περιμένουν
Μάριος Ηλία *
Ο αγροτικός τομέας της Κύπρου βρίσκεται πλέον σε ένα κομβικό σημείο. Η επιβίωση χιλιάδων παραγωγών κρέμεται από μία λεπτή κλωστή. Το συνεχώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής, οι ανεξέλεγκτες εισαγωγές, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού καθιστούν την παραμονή στην ύπαιθρο αποτρεπτική, ειδικά για τους νέους.
Η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση μάς υπενθύμισαν ότι η αυτάρκεια δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κύπρος δεν μπορεί να συνεχίσει να αντιμετωπίζει τους αγρότες της με αδιαφορία ή πρόχειρες, ευκαιριακές ενισχύσεις και αστόχευτη επιδοματική πολιτική.
Όλοι σήμερα γνωρίζουν ότι ο αγροτικός πληθυσμός της Κύπρου φθίνει. Η παραγωγική γη εγκαταλείπεται. Οι καιρικές συνθήκες καθιστούν τη γεωργία πιο απαιτητική και απρόβλεπτη. Ταυτόχρονα, οι αγρότες μας καλούνται να συμμορφώνονται με ένα αυστηρό κανονιστικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ ανταγωνίζονται φθηνά προϊόντα τρίτων χωρών που εισάγονται με όρους που ευνοούν τους μεσάζοντες – όχι την τοπική παραγωγή.
Για αυτούς τους λόγους δεν είναι πλέον αρκετό να αναφερόμαστε γενικά στη “στήριξη της υπαίθρου”. Χρειάζεται μια νέα, ολιστική αγροτική πολιτική. Μια σύγχρονη πολιτική η οποία θα δίνει έμφαση:
• στην κάλυψη του κόστους παραγωγής,
• στην αποκατάσταση ζημιών από φυσικές καταστροφές,
• στην υιοθέτηση τεχνολογιών που μειώνουν το ρίσκο και αυξάνουν την αποδοτικότητα,
• στην ενίσχυση του κυπριακού brand και του αγροτουρισμού,
• και κυρίως, στην προσέλκυση νέων ανθρώπων που θέλουν να ζήσουν και να παράγουν στην ύπαιθρο.
Ο πρωτογενής τομέας είναι πολιτισμός. Είναι ρίζες. Είναι αυτάρκεια. Είναι κυριαρχία. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αναπτυξιακή στρατηγική χωρίς να ξεκινάμε από το χωράφι και το στάβλο. Όχι για ρομαντικούς ή συναισθηματικούς λόγους – αλλά για λόγους επιβίωσης, κοινωνικής συνοχής και βιώσιμου μέλλοντος.
Πριν σωπάσουν οριστικά τα χωριά μας και σβήσει η φωνή της υπαίθρου, ας δώσουμε ξανά φωνή και δύναμη στους ανθρώπους της. Δεν έχουμε την πολυτέλεια άλλων χαμένων χρόνων.
Υστερόγραφο: Τα γράφω αυτά όχι μόνο ως πολίτης, αλλά και ως άνθρωπος που μεγάλωσε με εικόνες χωμάτων, ιδρώτα και προσπάθειας. Δεν θέλω μια Κύπρο χωρίς ύπαιθρο. Δεν θέλω μια χώρα που εισάγει ακόμα και το φρέσκο της γάλα. Και αν δεν αλλάξουμε πορεία τώρα, αυτή η εικόνα θα γίνει η πραγματικότητα του αύριο. Μπορούμε και πρέπει να δώσουμε, να ζωντανέψουμε ξανά τον πλούτο της κυπριακής υπαίθρου. Έχοντας στο επίκεντρο τις ανάγκες των ανθρώπων μας.
* Οικονομολόγος, μέλος Πολιτικού Γραφείου ΔΗΣΥ