Μαρτυρία από τα 3 κορίτσια που δραπέτευσαν από την Μπόκο Χαράμ (video)

Πηδώντας από τα φορτηγά που τις μετέφεραν η Λάμι, η Μαρία και η Χαγιάρα είναι τα τρία κορίτσια που κατάφεραν να ξεφύγουν από από την Μπόκο Χαράμ . Η Λάμι και η Μαρία τα κατάφεραν ενώ η Χαγίαρα έγινε αντιληπτή και την παρέδωσαν και πάλι στην οργάνωση, από όπου το 1έσκασε ξανά με μια άλλη φίλη της. Για να προστατευθούν τα κορίτσια έχει γίνει αλλαγή των ονομάτων τους και η ιστορία προσφέρεται σε εικονογραφημένη μορφή.

Λάμι: Ήταν Δευτέρα βράδυ και είχαμε εξετάσεις την επόμενη μέρα. Μετά αρχίσαμε να ακούμε πυροβολισμούς στην πόλη, βγήκαμε έξω για να τηλεφωνήσουμε στους γονείς μας και να τους πούμε τι συνέβαινε στην πόλη. Μας είπαν να φύγουμε από εκεί μόλις είχαμε την ευκαιρία, αλλά τους είπαμε ότι η πόλη ήταν περικυκλωμένη και ότι δεν υπήρχε τρόπος να το σκάσουμε.

Μαρία: Η Λάμι με ξύπνησε, λέγοντας ” Μαρία δεν άκουσες τι συμβαίνει; Δεν άκουσες τους πυροβολισμούς στην πόλη;

Της είπα ότι έπρεπε να σκαρφαλώσουμε τον τοίχο και να τρέξουμε μακριά. Μου απάντησε” Όχι, όχι κανείς δεν το έχει σκάσει ποτέ. Πρέπει να μαζευτούμε σε ένα μέρος να δούμε τι θα συμβεί. Άλλα κορίτσια έλεγαν πως δεν θα μας συμβεί τίποτα γιατί είμαστε κορίτσια και ότι δεν θα 2πειράξουν κορίτσια.

Ήμασταν στο σχολείο, όταν τρία μέλη της Μπόκο Χαράμ μπήκαν μέσα στο σχολείο και μας είπαν : ” Αν προσπαθήσετε να φύγετε θα σας σκοτώσουμε”, όταν βγήκαμε έξω ήταν παντού, μας συγκέντρωσαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, ενώ έκαιγαν όλο το σχολείο. Τα έκαψαν όλα.”

Χαγιάρα: Μας ζήτησαν να πάμε στην πύλη του σχολείου και μας είπαν ότι θα μας άφηναν να γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας. Μας είπαν ότι όσες δεν είχαν μαντίλα ή παπούτσια έπρεπε να πάνε να τα πάρουν. Μετά μας ζήτησαν να ανεβούμε σε ένα φορτηγό, στο οποίο είχαν φορτώσει τρόφιμα. Το φορτηγό ήταν τόσο ψηλό που με δυσκολία ανεβήκαμε.

Μαρία: Μας είπαν ότι έρχεστε στο σχολείο μόνο για πορνεία. Το Μπόκο( η Δυτική εκπαίδευση) είναι Χαράμ (απαγορεύεται), οπότε τι κάνετε στο σχολείο; Δεν απαντήσαμε γιατί θα ήταν γύρω στα 100 μέλη της οργάνωσης, μας μέτρησαν και μας πήραν στα οχήματά τους. Το αμάξι μας ήταν τόσο γεμάτο που μας είπαν να πετάξουμε τα παπούτσια, ώστε και οι γονείς μας αν μας έψαχναν να καταλάβουν ότι μας έχουν πάρει.3

Χαγιάρα: Το όχημα που θα ανέβαινα εγώ γέμισε πριν προλάβω να ανεβώ και έτσι 100 από εμάς περπατήσαμε μέχρι σε μια πόλη όπου ο κόσμος μας έδωσε νερό. Από εκεί μας έβαλαν σε άλλα οχήματα της Μπόκο Χαράμ. Μερικοί από τους άντρες της οργάνωσης ήταν τόσο μικρόσωμοι που ακόμη και εγώ μπορούσα να τους νικήσω, δεν μπορούσαν να κρατήσουν ούτε τα όπλα τους σωστά.

Μαρία: Αναρωτιόμασταν που μας πήγαιναν. Όταν ανεβήκαμε στο όχημα η Λάμι μου είπε ” Δεν πρέπει να πηδήξουμε από το φορτηγό και να το σκάσουμε; Δεν έχει άλλα οχήματα κοντά.”
Χαγιάρα: Σκεφτόμουν ότι θα προτιμούσα να με σκοτώσουν στην προσπάθειά μου να το σκάσω από το να με ταπεινώσουν. Μας έλεγαν συνεχώς” Βάλτε τις μαντίλες σας, βάλτε τις μαντίλες σας, θα πυροβολήσουμε κάθε κοπέλα που δεν φορά μαντίλα και όποια προσπαθήσει αν το σκάσει θα πεθάνει.”
Ετοιμαζόμουν να πηδήξω όταν ένα κορίτσι με τράβηξε λέγοντας μου ότι θα με σκοτώσουν, ” ποια είναι η διαφορά;” της απάντησα, “αφού θα πεθάνουμε, ας με πυροβολήσουν εδώ για να μαζέψουν την σωρό μου.” Έκλαιγα, συνεχώς, μέχρι να φτάσουμε στο στρατόπεδο.

Λάμι : Υπήρχε πολύ σκόνη στο δρόμο και δεν μπορούσαν να μας δουν. Όταν πηδήξαμε από το φορτηγό, τρέχαμε ξυπόλητες, συναντήσαμε και άλλους ανθρώπους που το είχαν σκάσει από την πόλη.

Χαγιάρα: Η Μπόκο Χαράμ μας μάζεψε σε ένα δάσος, μερικά από τα κορίτσια ήταν τόσο κουρασμένα που ξάπλωσαν κάτω, εγώ δεν μπορούσα, κάτι μέσα μου μου έλεγε ” Σήκω και φύγε μακριά”. Έτσι, σηκώθηκα να φύγω και με ακολούθησε ένα κορίτσι, σκύψαμε για να μην μας καταλάβουν σαν να ψάχναμε κάτι και μετά αρχίσαμε να τρέχουμε, ενώ τους ακούσαμε να φωνάζουν “πιάστε αυτά τα κορίτσια”.

Συνεχίσαμε να περπατάμε μέχρι που τρύπησαν τα παπούτσια μας και βρήκαμε ένα σπίτι, όπου η οικογένεια μας προσέφερε τροφή και στέγη, φτάσαμε στο Τσίμποκ την επόμενη μέρα.

Μόλις είδα τα αδέρφια μου, έπεσα στην αγκαλιά τους κλαίγοντας, όλη η οικογένειά μου έκλαιγε. Όταν έφτασα στο σπίτι η ατμόσφαιρα ήταν λες και είχε πεθάνει κάποιος, η μητέρα και ο πατέρας μου νόμιζαν πως με είχαν σκοτώσει.

Πηγή: BBC