Κυπριακό: 46 Χρόνια Διακοινοτικές Συνομιλίες

Δρ.Νίκος Παναγιωτίδης*

Τον περασμένο Ιούνιο έκλεισαν 46 χρόνια από τότε που ο Ελληνοκύπριος διαπραγματευτής Γλαύκος Κληρίδης άρχισε διακοινοτικές συνομιλίες με τον Τούρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντεκτάς με στόχο την επίλυση της συνταγματικής πτυχής του κυπριακού προβλήματος.

Το εν λόγω άρθρο επιχειρεί να προβεί σε μια σύντομη αποτίμηση των διακοινοτικών συνομιλιών από το 1968 έως την παρούσα φάση πάντα υπό το πρισμα της επίδρασης των διεθνών και περιφερειακών συσχετισμών στη συνταγματικη πτυχή του Κυπριακού.

Οι συνομιλίες μεταξύ των δύο πλευρών που άρχισαν τον Ιούνιο του 1968 διεξάγονταν εντός του πλαισίου του ενιαίου κράτους με κύριο στόχο την επίλυση του συνταγματικού προβλήματος, δηλαδή τη διαπραγμάτευση με την Τουρκοκυπριακή πλευρά των 13 σημείων του συντάγματος που επιχείρησε να αναθεωρήσει ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος το 1963 με στόχο την βελτίωση των χωριστικών διατάξεων του συντάγματος, τα οποία δημιουργούσαν εμπόδια στην ομαλή λειτουργία του κράτους.

Αν οι διαπραγματεύσεις ευοδώνονταν οι Τουρκοκύπριοι καλούνταν να καταργήσουν τους ντε φάκτο θύλακες που είχαν δημιουργήσει με την βία και καταλάμβαναν το 4.86 τοις εκατό του κυπριακού εδάφους και να επανενταχτούν ως συστατική εθνότητα του κράτους στην κυπριακή έννομη τάξη.

Οι συνομιλίες που από το 1972 διεξάγονταν με την συμμετοχή δυο εμπειρογνωμόνων συνταγματολόγων από την Ελλάδα και την Τουρκία, τον Μιχάλη Δεκλερή και τον Ορχαν Αλτικανστή προσέκρουσαν στην αξίωση των Τουρκοκυπρίων για ισχυρή τοπική αυτοδιοίκηση τρίτου βαθμού η οποία θα πήγαζε από το κυπριακό σύνταγμα.

Αυτή η αξίωση θεωρήθηκε από την ελληνοκυπριακή πλευρά ότι θα δημιουργούσε ένα κράτος εν κράτει το οποίο και θα δυναμίτιζε την ενότητα του κράτους. Παρά τις δυσκολίες υπήρξε κάποια πρόοδος στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά το πραξικόπημα του 1974 και η τουρκική εισβολή τερμάτισαν βίαια τις συνομιλίες. Είχε προηγηθεί το Νοέμβριο του 1973 ο σχηματισμός υπό τον Μπουλέντ Ετζεβίτ κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην Τουρκία. Ο Ετζεβίτ υπαναχώρησε από το πλαίσιο του διαξαγόμενου διαλόγου κάνοντας λόγο για ομοσπονδιακή λύση στο πρόβημα.

Η Αποδοχή της Ομοσπονδίας

Μετά την προβολή της τουρκικής επεκτακτικής ισχύος και την ντε φάκτο διχοτόμηση της Κύπρου το καλακαίρι του 1974, οι Τούρκοι αξίωναν πεισματικά την αποδοχή της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Εβρισκόμενοι σε θέση ισχυος ήθελαν να να κατοχυρώσουν σε συνταγματικό επίπεδο τα όσα είχαν πετύχει στην Κύπρο με την προτροπή και κάλυψη ξένων δυνάμεων.

Αρχικά σε δυο συσκέψεις στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου και την 1η Δεκεμβρίου 1974 είχε αποφασιστεί ως συμφερότερη λύση, αυτή της πολυφερειακής ομοσπονδίας με τρια καντόνια. Αυτη η λύση δεν προϋπόθετε την μετακίνηση πληθυσμών.

Τελικά όμως εγκαταλείφθηκε για δύο λόγους: Πρώτον οι Τουρκοκύπριοι που βρίσκονταν στο Νότο μεταφέρθηκαν στο Βορρά με την βοήθεια της βρετανικής κυβέρνησης και με τις απειλές της Άγκυρας η οποία απειλούσε για εκ νέου απόβαση σε Λεμεσό και Πάφο! Να σημειώσουμε εδώ ότι 10.000 Τουρκοκύπριοι είχαν καταφύγει στις βρετανικές βάσεις κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής.

Δεύτερον η τουρκική πλευρά δεν τήρησαν τη συμφωνία της Γ’ Βιέννης (Αύγουστο 1975) και εκδίωξε τους περισσότερους Ελληνοκύπριους από το Νότο.

Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι απέδειξαν τις προθέσεις τους, όταν στις 13 Φεβρουαρίου 1975 ανακήρυξαν το “ Ομόσπονδο Τουρκοκυπριακό Κράτος”.

Αυτές οι εξελίξεις σε συνδυασμό με την ισχυρή πίεση για ομοσπονδιακή λύση και προτροπές του Ελληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή- ότι μόνο με την αποδοχή αυτού του είδους της λύσης οι Μεγάλες Δυνάμεις θα πίεζαν την Τουρκία να δείξει εποικοδομητική στάση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων- οδήγησαν στον Μακάριο να προβεί σε αυτή την μέγιστη και οδυνηρή υποχώρηση.

Τον Ιούνιο του 1975 ο Μακάριος απάντησε θετικά στο μήνυμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή – είχε σταλεί μέσω του Ελληνα πρεσβευτή στην Κύπρο Μιχάλη Δούντα- ότι αποδέχεται ομοσπονδία με δυο περιφέρειες, καθιστώντας σαφές ότι το έδαφος-περιφέρεια που θα είχαν οι Τουρκοκύπριοι υπό τον έλεγχο τους δεν θα ξεπερνούσε το 20-25 τοις εκατό του εδάφους.

Ακολούθησαν οι Συμφωνίες Κορυφής Μακαρίου- Ντεκτάς τον Φεβρουάριο του 1977. Οι συμφωνίες περιείχαν θετικά στοιχεία αφού διασφαλιζότηταν η ενότητα του κράτους και τη δημουργία μια ισχυρής κεντρικής κυβέρνησης (1ο και 4ο σημείο). Ωστόσο, το 3ο σημείο εθετε φραγμούς στο δικαίωμα εγκατάστασης, περιουσίας και ελευθερίας κινήσεων αφού τα άφηνε ανοικτά προς συζήτηση. Ειδικά για το δικαίωμα εγκατάστασης, ο Ραούφ Ντεκτάς είχε καταστήσει σαφές στην πρώτη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στις 27 Ιανουαρίου του 1977 ότι το αποδέχεται μόνο στο βαθμό που δεν αλλοιώνεται ο χαρακτήρας της ομοσπονδίας.

Παρεμβάσεις Μεγάλων Δυνάμεων και ΟΗΕ για επίλυση του Κυπριακού

Το εμπάργκο που είχε επιβληθεί στην Τουρκία από το Αμερικανικό Κογκρέσσο (5 Φεβρουαρίου 1975) δημιουργούσε προβλήματα στη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η ρευστότητα στη Μέση Ανατολή και η κρίση στο Ιράν που οδήγησε στην ανατροπη του Σάχη τον Φεβρουάριο του 1979 υπογράμμιζαν για ακόμη μια φορά την στρατηγική χρησιμότητα της Τουρκίας για τη Νατοϊκη στρατηγική.

Γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες πρωτοστάτησαν στην άρση του εμπάργκο (Σεπτέμβριο 1978) με την παράλληλη ανάληψη πρωτοβουλίας για επίλυση του Κυπριακού: Το γνωστό Αμερικανικό σχέδιο που υποβλήθηκε από τις ΗΠΑ με την υποστήριξη του Καναδά και της Βρετανίας.

Ο νομικός σύμβουλος του State Department Matthew Nimetz υπέβαλε το Νοέμβριο του 1978 σχέδιο που έμεινε στην ιστορία ως Αγγλοαμερικοκαναδικο σχέδιο, αφού στην προετοιμασία του συνεισέφεραν εκτός από την αμερικανική κυβέρνηση και οι κυβερνησεις της Αγγλιας και του Καναδά.

Σε προεξέχουσα θέση βρίσκονταν η πρόνοια για επιστροφή των Βαρωσίων, κάτι που διαλαμβανόταν σαφώς και στη συμφωνία κορυφής μεταξύ Κυπριανού Ντεκτάς το 1979. Δεν υπήρχε όμως συγκεκριμένος αριθμός για τους πρόσφυγες που θα επέστρεπαν, ενώ η περιοχές που θα δίδόνταν στους Ελληνοκύπριους θεωρούνταν προέκταση της νεκρής Ζώνης.

Οσον αφορά το περιεχόμενο του σχεδίου προνοούσε εγκαθίδρυση χαλαρής κεντρικής κυβέρνησης και πλήθυσμιακή πλειοψηφία για την κάθε κοινότητα στις περιοχές (constituent regions) που θα είχε υπό τον έλεγχο της.

Στις συνομιλίες που ακολούθησαν τον Ιούνιο του 1979 οι Τούρκοι αξίωσαν την αποδοχή από την ελληνοκυπριακή πλευρά του όρου << διζωνικότητα>>. Η ελληνοκυπριακή πλευρά συγκατατέθηκε δίνοντας διαφορετικό ορισμό από την τουρκοκυπριακή.

Ο Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής Σοϋζάλ κατέστησε ότι για την κοινότητα ο όρος σημαίνει ύπαρξη συνόρων. Οι Ελληνοκύπριοι από την πλευρά τους, αντέτειναν ότι ο όρος διζωνικότητα, σημαίνει δυο περιφέρειες που θα αυτοδιοικούνταν από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους.

Η διαφορά που ανέκυψε τότε ισχύει μέχρι τις μέρες.

Τα σχέδια που ακολούθησαν, “ Δείκτες Κουεγιάρ, Αύγουστο 1983”, Ενοποιημένο Σχέδιο Συμφωνίας Απρίλιο 1985” “ Σχέδιο Κουεγιάρ, Μάρτιο 1986”, “ Δέσμη Ιδεών Κουεγιάρ, Ιούλιο 1989 “ Ιδέες Γκάλι, Απρίλιο 1992 ” προνούσαν επίσης την εγκαθίδρυση χαλαρής ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Οσον αφορά τη νομοθετική εξουσία, προνοούσαν δυο βουλές, την άνω βουλή όπου τα ποσοστα των δυο κοινοτήτων θα ήταν 50-50 και την κάτω βουλη, όπου θα αντανακλάτο η πληθυσμιακή σύνθεση των δυο κοινοτήτων.

Αναφορικά με την εκτελεστική εξουσία υπήρχε είτε εκ περιτροπής προεδρία, είτε Ελληνοκύπριος πρόεδρος και Τουρκοκύπριος Αντπρόεδρος. Οι εν λόγω προτάσεις περιβάλλονταν από την αρχή της εποικοδομητικής ασάφειας και δεν αποτελούσαν ολοκληρωμένα σχέδια κατά τη συνήθη πρακτική του δεθνούς δικαίου.

Παραδείγματος χάρην υπηρχε έντονη αμφισημία και διαφωνία από τις δυο πλευρές κατα πόσο θα εγκαθιδρύτεο πραγματικό ομοσπονδιακό σύστημα ( ΕΚ αξίωση) ή αν θα δημοιουργείτα ένα μορφωμα χαλαρής ομοσπονδίας με χαρακτηριστικά συνομοσπονδίας (ΤΚ αξίωση).
Επίσης οι Τούρκοι δεν άνοιγαν τα χαρτιά τους για το εδαφικό. Η στάση τους δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στη διαπραγματευτική διαδικασία αφού το εδαφικό ήταν αλληλένδετο με το προσφυγικό και συνεπως καθόριζε πόσοι πρόσφυγες θα επέστρεφαν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση.

Τα Σχέδια Ανάν

To σχέδιο Ανάν ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση της διεθνούς κοινότητας (ΟΗΕ, Μεγάλες Δυνάμεις) για επίλυση του κυπριακού προβλήματος υπό τη μορφή διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο και πολυσέλιδο κείμενο 9 χιλιάδων σελίδων, το οποίο παρείχε το ρυθμιστικό πλαίσιο (τρία συντάγματα, δεκάδες ομοσπονδιακούς νόμους, συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ του ομόσπονδου κράτους και των πολιτειών κ.α) οι οποίοι και θα καθόριζαν τις κύριες αρμοδιότητες των οργάνων του κράτους και τις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλεπιδράσεις.

Το σχέδιο απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων γιατί δεν τηρούσε τις βασικές προϋποθέσεις ασφάλειας και δεν θεωρήθηκε ως μια μη βιώσιμη και λειτουργική ρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, οι Ελληνοκύπριοι ανησυχούσαν γιατί η Τουρκία θα συνέχιζε να έχει εγγυητικά δικαιώματα που θα περιλάμβαναν και την ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, θα συνέχιζε ακόμη και μετά από ενδεχόμενη είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, να έχει τουρκικα στρατευμάτων στο νησί. Την ίδια ώρα, θα παρέμεναν στην Κύπρο σχεδόν όλοι οι έποικοι.

Ακόμα πιο ανησυχητικό για την ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρχαν μηχανισμοί επιβολής των συμφωνηθέντων, άρα απουσίαζει ουσιαστική διασφάλιση ότι η Τουρκία θα επέστρεφε στους Ελληνοκύπριους το κατεχόμενο έδαφος.

Το σχέδιο Αναν επιβεβαίωσε ένα διαχρονικά κανόνα για το κυπριακό: Την διαιώνιση και αντανάκλαση των διεθνών και περιφερειακών συσχετισμών στη συνταγματική πτυχή του προβλήματος. Η εξάρτηση των ΗΠΑ από την Άγκυρα ενόψει του πολέμου στο Ιρακ το 2003, οδήγησε τον Φεβρουάριο του 2003 στο σχέδιο Ανάν ΙΙΙ το οποίο έγερνε περισοτέρο προς τις αξιώσεις της Τουρκίας.

Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Αναν παρουσίασε στα δύο μέρη στις 29 Μαρτίου 2004 το 4ο σχέδιο Ανάν, το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και στις δυο πλευρές. Ο επικεφαλής του διεθνούς οργανισμού επανήλθε δυο μέρες με το 5ο σχέδιο Ανάν, το οποίο τέθηκε ενώπιον της λαϊκης ετυμηγορία με αποτέλεσμα να απορριφθεί από τους Ελληνοκύπριους με ποσοστό πάνω από 75 τοις εκατό και να εγκριθεί από τους Τουρκοκύπριους με ποσοστο 64.91 τοις εκατό.

Οι πιο πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις

Τόσο η Δέσμη Αρχων που διαλαμβάνεται στη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 που συνομολογήθηκε μεταξύ του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Τάσσου Παπαδοπουλου και του Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλι Ταλάτ ( σημείο 1), όσο και η κοινή δήλωση της 23ης Μαϊου του 2008 μεταξύ του τέως προέδρου Δημήτρη Χριστόφια με τον Μεχμέτ Αλι Ταλάτ επαναφέρουν τη δέσμευση της ελληνπκυπριακης πλευράς για λύση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα για τις δυο πλευρές.

Τα δυο αυτά σημεία, δηλαδή η διζωνικότητα της λύσης και και το ισόνομο καθεστώς διαλαμβάνεται και στην πιο πρόσφατη συμφωνία του Προέδρου Αναστασιάδη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ντερβίς Ερογλου (σημεία 3 και 4).

Είναι γεγονός ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά με τις δηλώσεις της δυναμιτίζει την εμπιστοσύνη μεταξύ των δυο πλευρών αφού κάνει λόγο για συνομοσπονδιακής υφής λύσης. Επίσης ερμηνεύει πολύ διαφορετικά από την ελληνοκυπριακή πλευρά τη διζωνικότητα.

Ουσιώδες ζήτημα για την όλη διαπραγμάτευση είναι κατά πόσο το νέο μόρφωμα που θα προκύψει θα είναι ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου συνεχιστής της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αν θα απο-αναγνωριστεί η Κυπριακή Δημοκρατία και το νέο μόρφωμα που θα προκύψει θα προέλθει από τη συνένωση της με την παράνομη δομή στα κατεχόμενα (Βλ. Παρθενογένεση).

Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτά τα θέματα δεν μπορούν να επιλυθούν σε δυο κόλλες χαρτί, αλλά πρεπει να αποτελέσουν αντικείμενο επίπονης και επιδέξιας διαπραγμάτευσης. Ως γνωστό, ισχύει η αρχή <<ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί, αν δεν συμφωνηθούν όλα, σημείο 5 συμφωνίας Αναστασιαδη ‘Ερογλου.>>

*Επικεφαλής Γεωστρατηγικού Παρατηρητηρίου Μέσης Ανατολής- Ανατολικής Μεσογείου (ΓΕΩΠΑΜΕ)