Κυπριακό: Υψηλή στρατηγική και διακοινοτικές συνομιλίες

Δρ. Νίκος Παναγιωτίδης – Δημοσιογράφος, Διεθνολόγος- Επικεφαλής ΓΕΩΠΑΜΕ

Μετά από πολύμηνη διακοπή των διαπραγματεύσεων για επίλυση του χρονίζοντος Κυπριακού προβλήματος μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής πλευράς, οι συνομιλίες ξαναρχίζουν τον Μάιο.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών είχαν διακοπεί τον περασμένο Οκτώβριο ένεκα της άσκησης από την Τουρκία της στρατηγικής της καταναγκαστικής διπλωματίας και του εκφοβισμού, που είχε ως κύριο στόχο τη μεταβολή της κρατικής συμπεριφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, ο στρατηγικός στόχος της Άγκυρας ήταν και είναι η παρεμπόδιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο τερματισμός δηλαδή των σεισμολογικών ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ.

Ποια είναι όμως τα παράθυρα ευκαιρίας-απειλών που διανοίγονται για την ελληνοκυπριακή πλευρά ενόψει της επανέναρξης των συνομιλίων; Και ποια είναι τα σημεία τρωτότητας της ελληνικής υψηλής στρατηγικής;

Εν πρώτοις πρέπει να σημειώσουμε την εκτίμησή μας ότι οι συνομιλίες θα συνεχίσουν να διεξάγονται επί τη βάσει δύο αντίπαλων βουλήσεων με αλληλοαποκλειόμενους στόχους, ασχέτως ποιος θα είναι ο συνομιλητής της τουρκοκυπριακής πλευράς. Πιο συγκεκριμένα, η τουρκοκυπριακή πλευρά θα συνεχίσει να εμμένει σε λύση συνομοσπονδιακής υφής, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά σε λύση ομοσπονδιακού χαρακτήρα.

Θεωρείται δεδομένο πως η Τουρκία θα συνεχίσει να συντηρεί τις ηγεμονικές τις βλέψεις για την Κύπρο, με αποτέλεσμα να συνεχίσει την προσπάθεια διατήρησης ηγεμονικού ελέγχου στις διατάξεις του νέου συντάγματος αν και εφόσον υπάρξει κατάληξη. Στο σχέδιο Ανάν π.χ. υπήρχε η ανησυχία ότι η Άγκυρα δεν θα ήλεγχε μόνο την κυβέρνηση της τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας μέσω των εποίκων, αλλά και τους Ελληνοκύπριους μέσω του μηχανισμού εκτεταμένων εξουσιών της Γερουσίας επί των ομοσπονδιακών νόμων της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Οι Ελληνοκύπριοι διαπραγματευτές πρέπει να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη. Η εκλογή Ακιντζί στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι μεν θετική λόγω της διαλλακτικότητας που επέδειξε στο παρελθόν και της ειλικρινούς πρόθεσής του για επίλυση του προβλήματος, αλλά όχι αρκετή από μόνη της για υπέρβαση του αδιεξόδου.

Η ελληνική-ελληνοκυπριακή στρατηγική απολαμβάνει της πρέπουσας διεθνούς νομιμοποίησης καθώς έχουν γίνει ήδη οι κινήσεις εξωτερικής εξισορρόπησης της τουρκικής απειλής-στρατηγικής, και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην τριμερή συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου.

Η συμπερίληψη του Ισραήλ σε αυτήν τη συνεργασία δρα ως πολλαπλασιαστής ισχύος για την ελληνική πλευρά. Αυτό όμως από μόνο του δεν είναι αρκετό. Το ζητούμενο είναι η ενεργοποίηση όλων των διαστάσεων της υψηλής στρατηγικής (διπλωματία, διεθνής νομιμοποίηση, εσωτερική πολιτική, οικονομική διάσταση και στρατιωτική στρατηγική) με κύριο γνώμονα την εξεύρεση μια βιώσιμης-εφαρμόσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού.

Το τελευταίο σχέδιο του ΟΗΕ (σχέδιο Ανάν) πόρρω απείχε από το να ικανοποιεί αυτές τις παραμέτρους, και γι’ αυτό και απορρίφθηκε πριν από 11 χρόνια από τη συντριπτική πλειοψηφία του κυπριακού ελληνισμού. Οι Ελληνοκύπριοι δεν απέρριψαν την λύση, αλλά την συγκεκριμένη λύση.

Ποια είναι όμως τα σημεία τρωτότητας της ελληνικής υψηλής στρατηγικής;

Αρχικά πρέπει να επισημάνουμε τις διαφωνίες των ελληνοκυπριακών κομμάτων για το περιεχόμενο της λύσης. Τα κόμματα δεν έχουν καταλήξει σε μια κοινή συνισταμένη συμφωνίας για το τι λύση επιδιώκουν.

Συγκεκριμένα, τα δυο μεγάλα κόμματα (ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ) έχουν διαφωνίες για το είδος της ομοσπονδίας που επιδιώκουν. Απόψεις για εγκαθίδρυση «ισχυρής ομοσπονδίας» και «χαλαρής ομοσπονδίας» βρέθηκαν στον δημόσιο διάλογο κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2013.

Επιπρόσθετα, τα μικρότερα κόμματα είτε εγείρουν διαφωνίες για τη διζωνικότητα της λύσης, είτε απορρίπτουν εξολοκλήρου το ομοσπονδιακό σύστημα. Αυτές οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων αναπόδραστα θα ανασυρθούν στην επιφάνεια κατά τη διαπραγμάτευση δημιουργώντας πρόβλημα στην ελληνική διαπραγματευτική τακτική και στρατηγική. Την ίδια ώρα, οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις θα επηρεάσουν και την κοινή γνώμη, στην οποία προφανώς θα επικρατήσει σύγχυση.

Ερχόμαστε τώρα στην εσωτερική νομιμοποίηση, δηλαδή το βαθμό στήριξης που ο λαός θα προσδώσει στην όλη διαδικασία. Οι Ελληνοκύπριοι δεν έχουν διαπαιδαγωγηθεί σε κουλτούρα ομοσπονδίας, με την πλειοψηφία να αγνοεί τις κύριες παραμέτρους της ομοσπονδίας ως συστήματος πολιτειακής οργάνωσης. Υπάρχει επίσης ισχυρή τάση στο εσωτερικό της Κύπρου για απόρριψη της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνοκυπριακή στρατηγική δεν μπορεί να εναποθέσει τις ελπίδες της στη στρατιωτική στρατηγική γιατί σε αυτή υπερισχύει η Τουρκία. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να ενεργοποιήσει τη διπλωματική διάσταση και την παράμετρο της διεθνούς νομιμοποίησης με στόχο να πλήξει την τουρκική υψηλή στρατηγική στο κέντρο βάρους της και να την κάμψει.

Μην διαφεύγει της προσοχής μας ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες κατά τον οκταετή αγώνα τους για Ανεξαρτησία (1821-1829) μειονεκτούσαν στο στρατιωτικό-επιχειρησιακό επίπεδο. Ωστόσο, επειδή κατάφεραν και επικράτησαν στα άλλα επίπεδα της υψηλής στρατηγικής, ανάγκασαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να δεχτεί μια ελεύθερη Ελλάδα. Αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς οι Ελληνοκύπριοι.

Να αναγκάσουμε την Τουρκία να αποδεχτεί μια ελεύθερη Κύπρο, απαλλαγμένη από στρατούς κατοχής.