Κορωνοϊός: Ο πλήρης εμβολιασμός μειώνει στο μισό τον κίνδυνο για μακρόχρονη νόσηση

Κορωνοϊός: Ο πλήρης εμβολιασμός μειώνει στο μισό τον κίνδυνο για μακρόχρονη νόσηση

Σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα, ο πλήρης εμβολιασμός κατά του κορονοϊού μειώνει σημαντικά όχι μόνο τον κίνδυνο λοίμωξης, αλλά και την πιθανότητα η νόσος να μετατραπεί σε μακρά Covid-19 με πολύμηνα συμπτώματα.

Η μελέτη δείχνει ότι στη μειονότητα εκείνων που μολύνονται από τον ιό, παρόλο που έχουν κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου, ο κίνδυνος να εμφανίσουν στη συνέχεια παρατεταμένα συμπτώματα της λεγόμενης “μακράς Covid-19” – για πάνω από ένα μήνα – μειώνεται στο μισό, δηλαδή κατά 50%, σε σχέση με την πιθανότητα των ανεμβολίαστων να νοσήσουν για καιρό.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που αρρωσταίνουν με Covid-19, έχουν αναρρώσει μέσα σε τέσσερις εβδομάδες το πολύ, όμως μερικοί συνεχίζουν να έχουν ένα ή περισσότερα συμπτώματα ακόμη και για πολλούς μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, κάτι που μπορεί να συμβεί ακόμη και σε ασθενείς οι οποίοι είχαν ήπια συμπτώματα.

Οι επιστήμονες του Βρετανικού Κολλεγίου του Λονδίνου (King’s), με επικεφαλής τη δρα Κλερ Στίβς, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancer Infectious Diseases”, σύμφωνα με το BBC, ανέλυσαν στοιχεία που συλλέχθηκαν από τη βρετανική ηλεκτρονική εφαρμογή “Zoe Covid Study”, η οποία επιτρέπει στους ασθενείς να καταγράφουν μόνοι τους τα συμπτώματα και τη διάρκεια τους, τα τεστ που έχουν κάνει, καθώς και τους εμβολιασμούς τους. Μεταξύ Δεκεμβρίου 2020-Ιουλίου 2021 η εφαρμογή συγκέντρωσε στοιχεία για περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους που έκαναν μια δόση και σχεδόν ένα εκατομμύριο για όσους έκαναν δύο δόσεις εμβολίου.

Διαπιστώθηκε ότι μόνο το 0,2% ανέφεραν πώς μολύνθηκαν από τον κορονοϊό μετά τον πλήρη εμβολιασμό τους, ενώ σχεδόν το 0,5% μολύνθηκαν μετά από μία μόνο δόση εμβολίου που είχαν κάνει. Από τους πλήρως εμβολιασμένους με Covid-19, το 5% εμφάνισε μακρά Covid-19 με διάρκεια άνω του ενός μηνός, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 11%, δηλαδή τουλάχιστον διπλάσιου, μεταξύ των ανεμβολίαστων.

Μεγαλύτερη πιθανότητα για λοίμωξη “breakthrough” (όπως λέγεται διεθνώς η μόλυνση ενός εμβολιασμένου) έχουν τα άτομα άνω των 60 ετών, ιδίως με υποκείμενα προβλήματα όπως παχυσαρκία, καρδιοπάθεια, νεφροπάθεια, πνευμονοπάθεια κ.α., καθώς και όσοι ζουν σε υποβαθμισμένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές, ιδίως αν έχουν κάνει μια μόνο δόση.

“Αποτελεί καλό νέο ότι, όπως βρήκε η έρευνα μας, ο διπλός εμβολιασμός μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό, αλλά επίσης ότι, σε περίπτωση μόλυνσης, αποτρέπει την εκδήλωση μακρόχρονων συμπτωμάτων”, δήλωσε η Στιβς.

Η μελέτη δείχνει επίσης ότι ο κίνδυνος εισαγωγής στο νοσοκομείο λόγω κορονοϊού ενός πλήρως εμβολιασμένου μειώνεται κατά περίπου 70% σε σχέση με έναν ανεμβολίαστο. Ακόμη οι πλήρως εμβολιασμένοι που μολύνονται, έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα (94%), από ό,τι οι ανεμβολίαστοι, να είναι ασυμπτωματικοί.

Η τρίτη δόση εμβολίου Pfizer μειώνει σημαντικά, αλλά άγνωστο για πόσο καιρό, τον κίνδυνο μόλυνσης με Covid-19 σε σχέση με τις δύο δόσεις, σύμφωνα με ισραηλινές μελέτες

Μια τρίτη ενισχυτική δόση εμβολίου Pfizer-BioNTech μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο λοίμωξης Covid-19, δείχνουν δύο νέες επιστημονικές μελέτες στο Ισραήλ. Η προστασία αυξάνεται τις αμέσως επόμενες εβδομάδες μετά την έξτρα δόση, αλλά παραμένει ακόμη άγνωστο πόσο διαρκεί αυτό το όφελος.

Σε μια προσπάθεια να ανακόψει το νέο επιδημικό κύμα της παραλλαγής Δέλτα του κορονοϊού, το Ισραήλ είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που από τις 29 Αυγούστου έχει επιδοθεί σε μαζική εκστρατεία χορήγησης τρίτης δόσης στον πληθυσμό του άνω των 12 ετών (εφόσον η δεύτερη δόση είχε γίνει τουλάχιστον πριν πέντε μήνες) και ήδη πάνω από 2,1 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κάνει ενισχυτική-αναμνηστική δόση.

Τα πρώτα στοιχεία του υπουργείου Υγείας και των συνεργαζόμενων ισραηλινών πανεπιστημίων-που ανέλυσαν δεδομένα για 1,1 εκατομμύρια άτομα άνω των 60 ετών- δείχνουν ότι όσοι έκαναν τον Αύγουστο τρίτη δόση, εμφάνισαν μείωση κατά τουλάχιστον δέκα φορές του κινδύνου να διαγνωστούν θετικοί για Covid-19 μετά από δύο εβδομάδες. Αυτό κατ’ ουσίαν επαναφέρει, χάρη στην τρίτη δόση, την προστασία του εμβολίου της Pfizer-BioNTech και έναντι της Δέλτα περίπου στο 95% (έναντι γύρω στο 70% μετά τις δύο δόσεις).

Από την άλλη, μελέτη ερευνητών της KSM Research, του οργανισμού υγείας Μακάμπι (του δεύτερου μεγαλύτερου στη χώρα), καθώς και της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γιέηλ των ΗΠΑ, δείχνουν, σύμφωνα με το «Science», ότι τον Αύγουστο η πιθανότητα ενός ανθρώπου άνω των 40 ετών να βγει θετικός σε μοριακό τεστ κορονοϊού, ήταν μειωμένη κατά 48%, επτά έως 13 μέρες αφότου αυτός είχε κάνει τρεις δόσεις, σε σχέση με κάποιον που είχε κάνει δύο δόσεις του εμβολίου. Ο κίνδυνος μόλυνσης ήταν ακόμη μικρότερος (μείωση 70%) αν είχαν περάσει 14 έως 21 μέρες μετά την τρίτη δόση, σε σχέση με τους διπλά εμβολιασμένους. Η μελέτη αφορούσε γενικά την πιθανότητα νέας μόλυνσης μεταξύ των εμβολιασμένων και δεν εστίασε ειδικά στον κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης.

Πάντως, σύμφωνα με τον επιδημιολόγο Ντέηβιντ Ντάουντι του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, αν και ασφαλώς τα παραπάνω αποτελέσματα αποτελούν καλό νέο, δεν αποδεικνύουν ότι είναι αναγκαίο να γίνει μαζική χορήγηση τρίτης δόσης στον γενικό πληθυσμό. Όπως είπε, «το ερώτημα δεν είναι αν μια ενισχυτική δόση ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα βραχυπρόθεσμα, αλλά κατά πόσο παρέχει μια αξιόλογη αύξηση στη μακρόχρονη ανοσία σε βάθος μηνών. Και αν αυτό ισχύει, ποιό είναι το σωστό διάστημα ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη δόση. Οι απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα είναι πλήρως άγνωστες».

Ο δρ Ντάνιελ Γουαινμπέργκερ του Γιέηλ συμφώνησε ότι «η μελέτη εξέτασε μόνο ένα πολύ περιορισμένο ερώτημα, καθώς η βραχυπρόθεσμη προστασία συνιστά ένα μόνο κομμάτι του παζλ». Αν η επίδραση της έξτρα δόσης στην ανοσία του οργανισμού «ξεθωριάζει» γρήγορα ή αν η εθνική εκστρατεία του εμβολιασμού αποσπάται από τον βασικό στόχο να εμβολιαστούν όσοι δεν το έχουν κάνει ακόμη, τότε, σύμφωνα με τον δρ Ντάουντι, η προσπάθεια για χορήγηση τρίτης δόσης θα έχει τελικά μικρό μόνο όφελος σε βάθος χρόνου. «Χρειαζόμαστε μακροχρόνια δεδομένα, προτού μπορέσουμε να πούμε ότι η χορήγηση ενισχυτικών δόσεων αποτελεί τη σωστή στρατηγική», τόνισε.

Υπενθυμίζεται ότι ανάλογα επιφυλακτική για μια μαζική τρίτη δόση είναι και η θέση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων(ECDC), όπως έκανε γνωστό την Τετάρτη.