Κορωνοϊός ή κρυολόγημα: Πώς θα ξεχωρίσετε τα συμπτώματα

Κορωνοϊός ή κρυολόγημα: Πώς θα ξεχωρίσετε τα συμπτώματα

Οι περισσότεροι από εμάς αγωνιούν με το πρώτο φτέρνισμα ή την πρώτη αδιαθεσία ότι μπορεί να πάσχουν από το νέο κορωνοϊό.

Καθώς βρισκόμαστε πια στο φθινόπωρο και ο καιρός γίνεται πιο ψυχρός, ξεκινούν και οι εποχικές ιώσεις.

Οι επιστήμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και επισημαίνουν ότι είναι ένας μάλλον κακός συνδυασμός, μαζί με την επικράτηση του κοροναϊού, καθώς αρκετά από τα συμπτώματα μοιάζουν μεταξύ τους και μπορεί να μας ανησυχήσουν.

Όπως σημειώνει και η δρ Mary Hayden, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Rush και επικεφαλής του Τμήματος Λοιμωδών Νοσημάτων του Πανεπιστημίου «δεν υπάρχει τίποτα που να διαφοροποιεί σαφώς τη μία λοίμωξη από την άλλη», καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο σχεδόν αδύνατη την αυτοδιάγνωση.

Παρόλα αυτά, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι υπάρχουν ορισμένα γνωρίσματα του κοροναϊού, που είναι μοναδικά και αν τα εντοπίσουμε και τα αναγνωρίσουμε, θα καταφέρουμε αποτελεσματικά να περιορίσουμε τη μετάδοση στο ευρύ κοινωνικό μας περιβάλλον.

Απώλεια όσφρησης

Ένα από τα πρώτα συμπτώματα και από τα πιο κοινά ανάμεσα στους νοσήσαντες από κοροναϊό είναι η απώλεια της όσφρησης, ένα σύμπτωμα που συνήθως δεν εμφανίζεται στις εποχικές λοιμώξεις.

Μάλιστα, εάν δεν υπάρχει ρινική συμφόρηση, η πλάστιγγα γέρνει περισσότερο προς τη μεριά του κοροναϊού.

Εάν από την άλλη μεριά έχετε ρινική καταρροή, νιώθετε ελαφρά καταβολή, φτερνίζεστε και έχετε δέκατα τότε είναι πιο πιθανό να έχετε κοινό κρυολόγημα.

Μάλιστα, σε ό,τι αφορά την ανοσμία οι συγκεκριμένοι ασθενείς ενδέχεται να εμφανίσουν μόνο αυτό το σύμπτωμα χωρίς καμιά άλλη συμπτωματολογία ενός κοινού κρυολογήματος, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από τη ρινική συμφόρηση και τη δυσκολία στην αναπνοή. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι η αγευσία, όταν δηλαδή οι ασθενείς δεν μπορούν να γευθούν τα φαγητά που καταναλώνουν.

Υποβληθείτε σε κάποιο τεστ ανίχνευσης του ιού SARS-CoV-2

Σε αντίθεση με την προηγούμενη αντίστοιχη περίοδο που δεν υπήρχε τόσος εκτεταμένος διαγνωστικός έλεγχος, φέτος μπορείτε και μέσα σε λίγα λεπτά να διαπιστώσετε εάν νοσείτε από τον κοροναϊό κάνοντας ένα self- test ή ένα rapid test (μόνο για εμβολιασμένους εάν επιλέξετε κάποια δημόσια δομή Υγείας) ή ένα μοριακό τεστ ανίχνευσης (PCR). Τα τελευταία μάλιστα θεωρούνται και τα πιο αξιόπιστα, καθώς έχουν την ικανότητα να ανιχνεύσουν ακόμα και τα μικρότερα ίχνη του ιού στο σώμα.

Το μοριακό τεστ είναι και αυτό στο οποίο θα πρέπει να υποβληθείτε σε περίπτωση που ήρθατε σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα και δεν έχετε εκδηλώσει συμπτώματα ή βρεθήκατε πρόσφατα σε κάποιο χώρο που δεν ήταν εφικτό να τηρούνται οι αποστάσεις και υποψιάζεστε ότι μπορεί και να έχετε κολλήσει. Ο καλύτερος τρόπος να έχετε πιο έγκυρα αποτελέσματα είναι να κάνετε το μοριακό τεστ πέντε μέρες μετά την έκθεση.

Είστε εμβολιασμένοι;

Παρόλο που ο εμβολιασμός προσφέρει μια ασπίδα προστασίας όσον αφορά τη σοβαρή νόσηση και το θάνατο από τις επιπλοκές του κοροναϊού, υπάρχουν πιθανότητες νόσησης με ήπια συμπτώματα. Γι’ αυτό το λόγο και ειδικότερα εάν έρχεστε σε επαφή με άλλους ανθρώπους λόγω της εργασίας σας, ενδέχεται να έχετε εκτεθεί στον ιό.

Εάν ανήκετε στην κατηγορία των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών και είστε εμβολιασμένοι, δε θα πρέπει επίσης να επαναπαυτείτε, αλλά να προσέχετε το ίδιο όσο πριν από τον εμβολιασμό σας. Αποτελέσματα μικρών ερευνών έχουν αναδείξει ότι ασθενείς που έχουν κάνει μεταμόσχευση νεφρού, δεν είχαν αναπτύξει αντισώματα ακόμα και μετά την τρίτη δόση του εμβολιασμού.

Διαβάστε αναλυτικά:

Αν έχετε καταρροή ή ερεθισμό των οφθαλμών, τότε δεν πάσχετε από COVID-19. Αντιθέτως, αν παρουσιάζετε ξηρό βήχα, αίσθημα κόπωσης και πυρετό, μάλλον πρέπει να εξεταστείτε για λοίμωξη με τον SARS-CoV-2. Ωστόσο, η παρουσία των παραπάνω συμπτωμάτων δεν είναι ειδική για τον COVID-19, καθώς τα παραπάνω συμπτώματα εμφανίζονται και σε άλλες παθήσεις, όπως η εποχική γρίπη.

Αρκετά συμπτώματα του COVID-19 εμφανίζονται και στη γρίπη ή το κοινό κρυολόγημα με αποτέλεσμα συχνά να είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στις παραπάνω νόσους. Αν και προκαλούνται στο σύνολό τους από ιούς, οι παραπάνω λοιμώξεις μπορεί να προκαλέσουν νόσηση διαφορετικής βαρύτητας.

Η σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις παραπάνω τρεις παθήσεις είναι η δύσπνοια, ένα σύμπτωμα που εμφανίζεται μόνο στη λοίμωξη με το νέο κορωνοϊό. Η δύσπνοια στους ασθενείς με COVID-19 εμφανίζεται συνήθως πριν την πνευμονία. Αντιθέτως, η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα σπανίως προκαλούν δύσπνοια εκτός αν έχουν προοδεύσει σε πνευμονία. Η επιπλοκή αυτή είναι αρκετά σοβαρή, επομένως θα πρέπει να επικοινωνήσετε με τον γιατρό σας άμεσα σε περίπτωση που παρουσιάσετε το παραπάνω σύμπτωμα.

Ιδιαίτερα για το κοινό κρυολόγημα, μετά την εμφάνιση πυρετού είναι εξαιρετικά σπάνιο να εμφανιστεί δύσπνοια.

Η γρίπη, με τη σειρά της, μοιάζει αρκετά με τον COVID-19, ωστόσο η δύσπνοια που προκαλεί δεν είναι τόσο σοβαρή όσο αυτή που παρατηρείται στη λοίμωξη από SARS-CoV-2.

Στον COVID-19, η δύσπνοια εμφανίζεται συνήθως 5-10 μέρες μετά την πρώτη ημέρα του πυρετού.

Το Φτέρνισμα δεν αποτελεί σύμπτωμα του COVID-19

Το φτέρνισμα, η ρινική καταρροή, το άλγος στο πρόσωπο, η οπισθορρινική καταρροή και ο ερεθισμός των οφθαλμών αποτελούν συμπτώματα των αλλεργιών ή του κοινού κρυολογήματος.

Δεν αποτελούν κομμάτι της τυπικής κλινικής εικόνας του COVID-19.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), «τα συχνότερα συμπτώματα του COVID-19 είναι ο πυρετός, το αίσθημα κόπωσης και ο ξηρός βήχας. Ορισμένοι ασθενείς μπορεί να παρουσιάσουν επίσης άλγος, ρινική συμφόρηση, καταρροή, πονόλαιμο και διάρροια».

Μία έρευνα από την Κίνα που εξέτασε περισσότερους από 1.000 ασθενείς, διαπίστωσε ότι μόλις 1 στους 20 ασθενείς παρουσιάζει ρινική συμφόρηση.

Τα συμπτώματα του COVID-19 εμφανίζονται συνήθως 2-14 ημέρες μετά την αρχική έκθεση.

Ωστόσο, «ένας αριθμός ασθενών μπορεί να μολυνθεί από τον ιό και να μην παρουσιάσει συμπτώματα ή αίσθημα αδιαθεσίας», σύμφωνα με τον WHO.

Οι ασθενείς αυτοί μπορούν να μεταδώσουν τον ιό στο περιβάλλον τους, παρά το γεγονός ότι δεν παρουσιάζουν συμπτώματα.

Ο COVID-19 δεν είναι γρίπη

Καθώς ο COVID-19 προκαλείται από έναν κορωνοϊό, συγκεκριμένα τον SARS-CoV-2, έχει περισσότερα κοινά με το κοινό κρυολόγημα παρά με τη γρίπη.

Ωστόσο, παρά τα κοινά χαρακτηριστικά των κορωνοϊών με τους ιούς που ευθύνονται για το κοινό κρυολόγημα, τα τυπικά συμπτώματα του COVID-19 μοιάζουν περισσότερο με τη γρίπη (πυρετός, βήχας, πονόλαιμος, μυαλγίες, κεφαλαλγίες, αίσθημα κόπωσης) παρά με το κρυολόγημα (ρινική καταρροή, πονόλαιμος, βήχας, ρινική συμφόρηση, ήπιες μυαλγίες, ήπιες κεφαλαλγίες, φτέρνισμα, χαμηλός πυρετός, αίσθημα κακουχίας).

Τα συμπτώματα της γρίπης και του COVID-19 έχουν αρκετές ομοιότητες, με αποτέλεσμα συχνά ο διαχωρισμός των δύο νόσων με βάση αποκλειστικά τη συμπτωματολογία να είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Κατά συνέπεια, οι ασθενείς που παρουσιάζουν συμπτώματα γρίπης, θα πρέπει να εξετάζονται και για COVID-19.

Στους ασθενείς που παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα COVID-19 ή γρίπης, η θεραπεία είναι συνήθως συμπτωματική.

Για την αντιμετώπιση του πυρετού χορηγείται συνήθως ακεταμινοφαίνη. Για την αντιμετώπιση του βήχα χορηγούνται σταγόνες ή σιρόπι, τα οποία βοηθούν επίσης και στη διάλυση των εκκρίσεων. Σε περίπτωση που υπάρχει ρινική συμφόρηση μπορεί να χορηγηθούν και αντισταμινικά.

Πότε έχουμε Απειλητική για τη Ζωή Νόσηση

Τα ήπια περιστατικά του COVID-19 διαρκούν συνήθως περίπου 2 εβδομάδες. Ευτυχώς, ο μεγαλύτερος αριθμός των περιστατικών είναι ήπια.

Το κοινό κρυολόγημα έχει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά θνησιμότητας, ενώ οι αλλεργίες σπάνια είναι απειλητικές για τη ζωή.

Η γρίπη, ωστόσο, έχει μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας το οποίο είναι συνήθως κοντά στο 0.05%.

Ο COVID-19 αυτή τη στιγμή θεωρείται πιο επικίνδυνος από τη γρίπη, καθώς μεταδίδεται εύκολα, δεν υπάρχει ανοσία στον πληθυσμό και μπορεί να προκαλέσει απειλητική για τη ζωή πνευμονία.

Αν έχετε αίσθημα αδιαθεσίας ή νομίζετε ότι έχετε εκτεθεί στον SARS-CoV-2, πρέπει να παραμείνετε στο σπίτι για τουλάχιστον 2 εβδομάδες έτσι ώστε να προληφθεί η μετάδοση της νόσου.

Τα σοβαρά συμπτώματα του COVID-19 που χρειάζονται άμεση αντιμετώπιση σε νοσοκομείο περιλαμβάνουν τη δύσπνοια, το έντονο άλγος στο θώρακα που δεν υποχωρεί, τη σύγχυση και την ιώδη χρώση στα χείλη, η οποία αποτελεί ένδειξη έλλειψης οξυγόνου.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του WHO, «σχεδόν 1 στους 6 ασθενείς που νοσεί σήμερα από COVID-19 παρουσιάζει σοβαρή νόσηση και δύσπνοια. Οι ηλικιωμένοι, καθώς και οι ασθενείς με υποκείμενες νόσους, όπως η υπέρταση, τα καρδιακά προβλήματα και ο διαβήτης, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν σοβαρή νόσηση».