Κατάθεση Σπύρου Σταυρινάκη στην Ερευνητική Επιτροπή για την οικονομία

Ο πρώην Υποδιοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Σπύρος Σταυρινάκης κατέθεσε σήμερα ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής για την οικονομία.

Καταθέτοντας ενώπιον της Επιτροπής ανέφερε ότι αρχές του Φεβρουαρίου του 2006 έγινε επίσημη ανακοίνωση ότι η Marfin Financial Group απέκτησε το 9,9% του μετοχικού κεφαλαίου της Λαϊκής Τράπεζας και το Toscafund περίπου το 8,8% και η Laiki Bank Nominees το 3%. Εξήγησε πως καθώς τα ποσοστά μετοχών που απέκτησαν τόσο η Marfin Financial όσο και το Toscafund ήταν κάτω από 10% ως εκ τούτου δεν ήταν απαραίτητη η έγκριση της ΚΤ για τις εν λόγω πράξεις.

Ερωτηθείς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής κατά πόσο περιήλθαν εις γνώση του πληροφορίες αναφορικά με τη συνάφεια της Marfin με το Toscafund, ο κ. Σταυρινάκης είπε ότι τέτοιες πληροφορίες περιήλθαν σε γνώση της ΚΤ μετά που δόθηκε η άδεια στη Marfin να αποκτήσει ποσοστό πέραν του 10%.

Ανέφερε ακόμη ότι την απόκτηση του 9,9% των μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας από τη Marfin την είχε πληροφορηθεί από τον Τύπο.

Ο κ. Σταυρινάκης ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής σχετικά με την έκθεση αξιολόγησης του αιτήματος της Marfin για απόκτηση μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας που υπέβαλε στις 25 Μαΐου 2006. Σε σχόλιο του κ. Πική πως φαίνεται να διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις σε σχέση με την έγκριση του αιτήματος χωρίς περαιτέρω έρευνες, ο κ. Σταυρινάκης ανέφερε ότι όταν ετοίμασε την τελική του έκθεση εκκρεμούσε η απάντηση της ΚΤ των ΗΑΕ σχετικά με την Dubai Financial και ένα ερωτηματολόγιο που έπρεπε να συμπληρώσει η Dubai Financial και πως πέραν αυτών υπήρχαν και κάποια ειδικά σημεία τα οποία εξάγονται από ανάλυση του οίκου αξιολόγησης S&Ps, προσθέτοντας ωστόσο ότι υπήρχαν και αρκετά θετικά στοιχεία τα οποία είχαν συμπεριληφθεί στην έκθεση, όπως π.χ. το ότι ο Όμιλος Marfin ήταν δημόσια εταιρεία, εισηγμένη στο ΧΑΑ και της οποίας η κεφαλαιοποίηση ανερχόταν πέραν του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ.

Σε ερώτηση του κ. Πική κατά πόσο δεν θα έπρεπε να αναμένει όλες τις πληροφορίες πριν τη σύνταξη της τελικής έκθεσης, ο κ. Σταυρινάκης εξήγησε ότι η εισήγηση για έγκριση του αιτήματος της Marfin για συμμετοχή στη Λαϊκή Τράπεζα με ποσοστό μετοχών μέχρι 20% ήταν υπό την αίρεση και νοουμένου ότι δεν θα υπήρχε οποιοδήποτε αρνητικό σημείο στα στοιχεία τα οποία εκκρεμούσαν.

Ανέφερε ακολούθως ότι η Λαϊκή Τράπεζα θα έπρεπε να διερευνήσει ποιοι ήταν αυτοί οι νέοι μεγαλομέτοχοι, οι οποίοι στην ουσία επρόκειτο να ελέγξουν το επόμενο ΔΣ.

Σε παρατήρηση του Προέδρου της Επιτροπής ότι ο τότε Πρόεδρος του ΔΣ της Λαϊκής Κίκης Λαζαρίδης είχε καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής ότι η αγοραπωλησία των μετοχών έγινε αποκλειστικά από την HSBC και την Marfin και Toscafund και ότι η Λαϊκή Τράπεζα δεν είχε καμιά ανάμειξη επί του προκειμένου, ο κ. Σταυρινάκης επικαλέστηκε τον Τύπο της εποχής εκείνης, δημοσιεύματα του οποίου, όπως είπε, παρουσίαζαν δημοσιογραφικές διασκέψεις από κοινού της Λαϊκής Τράπεζας με τη Marfin, κάνοντας λόγο για «τραπεζικό γάμο» μεταξύ Marfin και Λαϊκής Τράπεζας και παρουσιάζοντας δηλώσεις από τη Διοίκηση της Λαϊκής ότι οι νέοι μέτοχοι θα ετύγχαναν της προηγούμενης έγκρισης της Λαϊκής Τράπεζας.

Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Επιτροπής ανέφερε ότι στο πλαίσιο της έκθεσης του κ. Σταυρινάκη ημερομηνίας 25ης Μαΐου 2006, γίνεται παραδοχή ότι δεν είχαν συλλεγεί όλα τα στοιχεία ρωτώντας τον κ. Σταυρινάκη γιατί έδωσε τη συγκατάθεση του για έγκριση της αγοράς μετοχών της Λαϊκής από τη Marfin μέχρι 20%, ο κ. Σταυρινάκης είπε ότι η τελική έγκριση δόθηκε στις 7 Ιουνίου και ως εκ τούτου από τις 25 Μαΐου μέχρι την τελική έγκριση μεσολάβησε ένα χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορούσε η ΚΤ να επιμείνει να λάβει αυτές τις πληροφορίες και μετά να εκδώσει την έγκριση.

Ακολούθως ο κ. Πικής αναφέρθηκε σε επιστολή του τότε Διοικητή της ΚΤ Χριστόδουλου Χριστοδούλου προς τον Ανδρέα Βγενόπουλο ημερομηνίας 26ης Ιουνίου 2006, στην οποία αναφερόταν ότι η ΚΤ διερευνά ανεπιβεβαίωτη πληροφορία σύμφωνα με την οποία υπήρξε προσυνεννόηση μεταξύ της Marfin Financial και του Toscafund αναφορικά με την εξαγορά μετοχικού κεφαλαίου της Λαϊκής Τράπεζας το οποίο κατείχε η HSBC και πως έχει περιέλθει στην αντίληψη της ΚΤ ότι η Marfin Financial προβαίνει συστηματικά σε αγορές μετοχών της Λαϊκής σε κλειστή περίοδο κατά παράβαση της σχετικής οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ρώτησε τον κ. Σταυρινάκη κατά πόσο διεξήχθη έρευνα. Ο Σπύρος Σταυρινάκης είπε ότι δεν γνωρίζει αν διεξήχθη έρευνα εξηγώντας ότι όταν στάλθηκε αυτή η επιστολή το Τμήμα του δεν είχε εμπλοκή.

Ερωτηθείς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής σε σχέση με τα συμπεράσματα της έκθεσης της Alvarez & Marsal για το τι γνωρίζει αναφορικά με τα ελληνικά ομόλογα σε σχέση και με επιστολή που εστάλη προς την Τράπεζα Κύπρου από τον τότε Ανώτερο Διευθυντή του Τμήματος Εποπτείας και Αδειοδοτήσεων της ΚΤ Κώστα Πουλλή αναφορικά με τις επιπτώσεις των ελληνικών ομολόγων ενόψει και των συνεχών υποβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Σταυρινάκης είπε ότι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο ο ίδιος δεν ήταν στο Τμήμα Εποπτείας Τραπεζών και συνεπώς δεν είχε αρμοδιότητα για να παρακολουθεί την εποπτεία της Τράπεζας Κύπρου και τις επενδύσεις σε ελληνικά ομόλογα.

Ανέφερε ωστόσο ότι πληροφορήθηκε ότι την 1η Μαρτίου 2010 είχε αποσταλεί μια εγκύκλιος που προειδοποιούσε για τους κινδύνους από την αγορά ελληνικών ομολόγων.

Σε παρατήρηση του κ. Πική, ο οποίος επικαλέστηκε και σχετική αναφορά στην έκθεση της Alvarez & Marsal ότι η επιτήρηση της ΚΤ σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του τραπεζικού τομέα υπήρξε χαλαρή αν όχι ατελής (σελ. 56 και 61), ο κ. Σταυρινάκης επανέλαβε ότι δεν είχε αρμοδιότητα τότε για την εποπτεία της Τράπεζας Κύπρου. Προέβη ωστόσο σε γενικά σχόλια, αναφέροντας ότι για να μην πάει κάτι στραβά σε μια Τράπεζα υπάρχουν δύο γραμμές άμυνας. Η πρώτη γραμμή είναι η εταιρική διακυβέρνηση που πρέπει να υπάρχει στο επίπεδο του ΔΣ, δηλαδή, το ΔΣ πρέπει να απαρτίζεται από ανεξάρτητα άτομα τα οποία γνωρίζουν το αντικείμενο, γνωρίζουν τους κινδύνους, έχουν γνώσεις τραπεζικής και μπορούν να ελέγξουν τους εκτελεστικούς διευθυντές της τράπεζας.

«Υπάρχουν δυο βασικές επιτροπές στο ΔΣ μιας τράπεζας. Η μια είναι η Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων, η οποία πρέπει να παρακολουθεί του κινδύνους και η άλλη είναι η Επιτροπή Ελέγχου μέσω της οποίας συνεννοείται το ΔΣ με τον εσωτερικό ελεγκτή και τον εξωτερικό ελεγκτή και η οποία δίνει έκθεση στην ολομέλεια του ΔΣ». Άρα, εξήγησε, η πρώτη γραμμή άμυνας είναι από πλευράς ΔΣ. Αν αυτή η γραμμή άμυνας αποτύχει τότε η δεύτερη και τελευταία γραμμή είναι η εποπτική αρχή, η οποία πρέπει να επεμβαίνει με βάση τις πρόνοιες του περί τραπεζικών εργασιών νόμου και να κάνει αλλαγές εκεί και όπου πρέπει.

Ερωτηθείς από τον κ. Πική κατά πόσο η Κυβέρνηση ζήτησε τις απόψεις της ΚΤ σε σχέση με τις επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία γενικότερα από την απομείωση των ελληνικών ομολόγων, ο κ. Σταυρινάκης ανέφερε ότι δεν γνωρίζει καθώς τότε δεν ήταν υπεύθυνος του Τμήματος Εποπτείας Τραπεζών. Ανέφερε ωστόσο ότι η απόφαση του Eurogroup για το δεύτερο κούρεμα των ελληνικών ομολόγων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία και εξέφρασε την πεποίθηση ότι οι λειτουργοί του Υπουργείου Οικονομικών που συμμετείχαν στις διάφορες συναντήσεις των ομάδων εργασίας του Eurogroup πρέπει να γνώριζαν σχετικά με κάποια προειδοποίηση. Εξήγησε πως η ημερήσια διάταξη του Eurogroup ετοιμάζεται από τις ομάδες εργασίας του Eurogroup στις οποίες μετέχουν και λειτουργοί του Υπουργείου Οικονομικών και πως άρα έπρεπε να υπάρχει κάποια προειδοποίηση από το Υπουργείο προς την ΚΤ ότι γίνονται σκέψεις για δεύτερο κούρεμα το οποίο ενδεχομένως να είχε καταστροφικές συνέπειες για τις κυπριακές τράπεζες και έπρεπε το Υπουργείο Οικονομικών να συνεννοηθεί με την ΚΤ και να πάρουν τα κατάλληλα μέτρα.

Πρόσθεσε πως είναι γνωστό ότι όταν ΥΠΟΙΚ ήταν ο Χαρίλαος Σταυράκης δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ του Υπουργείου Οικονομικών και της ΚΤ. Τα πράγματα όμως άλλαξαν άρδην μετά που ΥΠΟΙΚ ανέλαβε ο Κίκης Καζαμίας οπόταν και με βάση τον Τύπο υπήρχε πολύ στενή συνεργασία με τον Διοικητή της ΚΤ. «Οπότε υποθέτω, σε αυτό το πλαίσιο, αν υπήρχαν κάποιες ενδείξεις από πλευράς Eurogroup ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να προχωρήσει με ένα δεύτερο κούρεμα, υποθέτει ένας ότι έπρεπε σε εκείνο το στάδιο και όχι στο παρά πέντε να δίνονταν κάποιες προειδοποιήσεις. Εξάλλου, το Υπουργείο Οικονομικών γνώριζε την έκθεση των κυπριακών τραπεζών στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Δεν ήταν μυστικό. Υπήρχε ανταλλαγή πληροφοριών και όπως αναφέρθηκε ήταν τεράστια τα ποσοστά της επένδυσης τόσο όσο αφορά το ΑΕΠ της Κύπρο όσο και σε σχέση με τα ίδια τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών αλλά και ως ποσοστό των κεφαλαίων των τραπεζών. Νομίζω ότι η προειδοποίηση ήταν εκεί. Ήταν θέμα ανταλλαγής πληροφοριών και καλής συνεργασίας», είπε. Πρόσθεσε ότι αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός ίσως δεν λειτούργησε με τον τρόπο που έπρεπε να λειτουργήσει σε μια περίοδο κατά την οποία φαινόταν ότι οι σχέσεις του ΥΠΟΙΚ με τον ΔΚΤ ήταν άριστες.

Σε σχέση με τον ELA (Emergency Liquidity Assistance) και απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Προέδρου της Επιτροπής Γιώργου Πική, ο κ. Σταυρινάκης εξήγησε ότι η παροχή ELA στη Λαϊκή Τράπεζα ειδικότερα μετά την κρατικοποίηση της, συνεχίστηκε, καθώς σύμφωνα με τους κανόνες ο ELA παρέχεται είτε σε τράπεζα που είναι φερέγγυα και παρουσιάζει προβλήματα ρευστότητας ή σε μια τράπεζα η οποία μπορεί να καταστεί φερέγγυα λόγω προγράμματος. «Στην περίπτωση της Λαϊκής Τράπεζας όλες οι αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονταν για παροχή ELA στη Λαϊκή Τράπεζα, λαμβάνονταν με την προϋπόθεση ότι υπήρχε σε εξέλιξη πρόγραμμα με στόχο την ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας για την καταστήσει φερέγγυα», εξήγησε.
Ανέφερε ακόμη ότι όταν η Λαϊκή Τράπεζα λάμβανε ELA, oι κεφαλαιακοί της δείκτες ήταν κάτω από τους δείκτες που επιβάλλει ο κανονισμός της ΚΤ και ως εκ τούτου υπό κάποια έννοια δεν ικανοποιούσε τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αλλά και πως όλες οι εκθέσεις που έστελνε η ΚΤ στην ΕΚΤ για παροχή ELA περιλάμβαναν όλα τα σχετικά στοιχεία. Όμως, πρόσθεσε, υπήρχε η προοπτική ανακεφαλαιοποίησης της τράπεζας λόγω του ότι η Κυβέρνηση διαπραγματευόταν πρόγραμμα με την Τρόικα.

Ανέφερε ακόμη πως ELA δόθηκε και σε τράπεζες άλλων χωρών που δεν ήταν φερέγγυες, εξηγώντας πως η παροχή ELA στη Λαϊκή που δεν ήταν φερέγγυα δεν ήταν κάτι το παράδοξο, καθώς αναμενόταν ότι η Λαϊκή θα καθίστατο φερέγγυα λόγω προγράμματος.
Κληθείς να σχολιάσει δήλωση του Διοικητή της ΚΤ ότι «βάλαμε την Λαϊκή στον αναπνευστήρα μέχρι τις εκλογές», ο κ. Σταυρινάκης είπε ότι αυτή η δήλωση μπορεί να ερμηνευτεί ότι η Λαϊκή Τράπεζα ψυχομαχούσε και ότι ήταν έτοιμη να εκπνεύσει. Είπε ότι δεν επιθυμεί να ερμηνεύσει την απάντηση του Διοικητή και πως μπορεί να δώσει μια δική του απάντηση.

Πρόσθεσε ότι κατά την άποψη του, η δήλωση του κ. Δημητριάδη «ήταν μια πολύ ατυχής δήλωση» και πως ο Διοικητής θα μπορούσε να απαντήσει όπως έκαμε και ο ίδιος.

Ερωτηθείς από το Μέλος της Επιτροπής Ανδρέα Κραμβή σε σχέση με τις εκτιμήσεις της Pimco και τις επιπτώσεις της έκθεσης της ο κ. Σταυρινάκης, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό επιλογής της Pimco ως ο οίκος που θα ετοιμάσει το διαγνωστικό έλεγχο για τις κεφαλαιουχικές ανάγκες των τραπεζών, εξήγησε ότι η Pimco θεωρούσε ότι η μεθοδολογία της αποτελούσε επιχειρηματικό μυστικό (business secret) και ουδέποτε θα αποκάλυπτε σε οποιονδήποτε τρίτο τις διάφορες εξισώσεις ή λεπτομερή μεθοδολογία που χρησιμοποιούσε για να φτάσει στα διάφορα συμπεράσματα του διαγνωστικού ελέγχου. Εξήγησε πως όταν οι κυπριακές τράπεζες εξέφρασαν ενδοιασμούς σε σχέση με τη μεθοδολογία της Pimco, τότε η ΚΤ διόρισε ένα άλλο οίκο, την BlackRock, με σκοπό ν’ αξιολογήσει τα αποτελέσματα του διαγνωστικού ελέγχου της Pimco.

Όπως πρόσθεσε, η Pimco δεν αποκάλυψε όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε στην BlackRock διότι θεωρούσε ότι επρόκειτο για μυστικά πάνω στα οποία βασιζόταν η όλη επιχειρηματικότητα της.

«Οπότε υπήρξαν διαφωνίες μεταξύ ΚΤ και Pimco αναφορικά με τις εκτιμήσεις αλλά ήταν σε κάποιο σημείο που μπορούσε η ΚΤ μέσω της BlackRock να επιβάλει τις δικές της απόψεις», είπε.