Ισλαμικό Δίκαιο και ανάγκη «εκδημοκρατισμού» του

Του Αναστάση θεοχαρίδη*

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Ισλαμικό Δίκαιο, με βασική του πηγή το νόμο της Sharia, επηρεάζει και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις και συμπεριφορές στα δικαικά συστήματα των μουσουλμανικών χωρών. Το Ισλαμικό δίκαιο συνιστά ένα ιδιαίτερο πλέγμα ρυθμιστικών κανόνων δικαίου που τείνουν να ρυθμίζουν θέματα τα οποία αφορούν το γάμο, το διαζύγιο, την κληρονομιά, την γονική μέριμνα όπως επίσης και θέματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του ποινικού δικαίου. Κάθε μουσουλμανική κοινωνία ερμηνεύει και εφαρμόζει τη Sharia με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε αυτή να καθίσταται ευπροσάρμοστη και σύμφωνη με τις ιδιαίτερες κοινωνικό/οικονομικές συνθήκες μιας δεδομένης πολιτείας. Το τοπικό έθιμο δηλαδή, συνιστά παράγοντα που διαφοροποιεί τη μορφή, που εν τέλει θα λάβει η Sharia, σε μια συγκεκριμένη μουσουλμανική κοινότητα.

Το Ισλαμικό δίκαιο, έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις για να νομιμοποιήσει απάνθρωπες και εξευτελιστικές πρακτικές όπως ο ακρωτηριασμός και ο λιθοβολισμός, καθώς και να δικαιολογήσει μια μόνιμη τάση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα οι δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Η συζήτηση γύρω από την Sharia και το κατά πόσο αυτή μπορεί να συνυπάρξει στα πλαίσια ενός δημοκρατικού/εκκοσμικευμένου κράτους είναι όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρη, λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων λαϊκών εξεγέρσεων και εμφύλιων πολέμων που έλαβαν και/ή λαμβάνουν χώρα στα πλείστα μουσουλμανικά κράτη της περιοχής μας.

Η Sharia επηρεάζει και ρυθμίζει όλες τις πτυχές της ζωής των Μουσουλμάνων, από την καθημερινή ρουτίνα, τις οικογενειακές και θρησκευτικές υποχρεώσεις, μέχρι και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Έννοιες όπως η «ισότητα» και η «τιμωρία», ερμηνεύονται καταχρηστικά και επιπλέον εφαρμόζονται με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτό που έχουμε συνηθίσει στα δυτικού τύπου δικαικά συστήματα.

Ο γάμος και το διαζύγιο είναι από τα πλέον σημαντικά ζητήματα, τα οποία ρυθμίζονται από τον Ισλαμικό Νόμο, ενώ η επίδραση του τελευταίου ως προς το ποινικό δίκαιο, είναι καταλυτική. Στο Ισλαμικό δίκαιο, υπάρχουν 3 κατηγορίες ποινικών αδικημάτων, τα οποία και παρουσιάζονται ως πιο κάτω:

Αδικήματα για τα οποία προβλέπονται οι αυστηρότερες ποινές/τιμωρίες και οι οποίες έλκουν την καταγωγή τους από το Κοράνι. Η αυστηρότητα των ποινών αυτών έγκειται στο γεγονός ότι τα αδικήματα αυτά συνιστούν «αμαρτίες» που προσβάλλουν τον Αλλάχ.

Υπάρχουν πέντε είδη τέτοιων σοβαρών αδικημάτων, τα οποία επισύρουν και τις πιο αυστηρές ποινές:

1) Παράνομη σεξουαλική επαφή και/ή μοιχεία – Ποινή: Θάνατος δια λιθοβολισμού
2) Συκοφαντία – Ποινή: 80 χτυπήματα με μαστίγιο
3) Κατανάλωση αλκοόλ – Ποινή: 80 χτυπήματα με μαστίγιο
4) Ληστεία – Ποινή: εκτέλεση ή σταύρωση ή εξορία ή φυλάκιση ή ακρωτηριασμός του δεξιού χεριού και του αριστερού ποδιού.
5) Κλοπή – Ποινή: ακρωτηριασμός του δεξιού χεριού.

Αδικήματα κατά του προσώπου, όπως η δολοφονία και η σωματική βλάβη. Παλαιότερα, σε τέτοιες περιπτώσεις, επιφυλασσόταν στο θύμα ή στους άρρενες της οικογένειάς, το «δικαίωμα των αντιποίνων”. Στη βάση αυτής της συλλογιστικής, νομιμοποιούνταν οι άρρενες συγγενείς του δολοφονηθέντος να αποκεφαλίσουν τον θύτη.

Αν πάλι κάποιος έχανε την όραση του από μια επίθεση, θα μπορούσε να ανταποδώσει βάζοντας καυτές βελόνες στο μάτι του αδικοπραγήσαντος, αφού ο τελευταίος θα είχε πρώτα κριθεί ένοχος βάσει νόμου. Τέτοιες πρακτικές λάμβαναν χώρα παλαιότερα ενώ στις μέρες μας αυτό που γίνεται συνήθως είναι εκτός από την ποινή φυλάκισης, να επιδικάζεται αποζημίωση στο θύμα ή στους στενούς συγγενείς του τελευταίου (τα ούτω καλούμενα «χρήματα του αίματος»).

Μια τρίτη κατηγορία αδικημάτων περιλαμβάνει τα λιγότερο σοβαρά αδικήματα, όπως αυτά που αφορούν τα τυχερά παιχνίδια και το αδίκημα της δωροδοκίας. Ο Δικαστής έχει την διακριτική ευχέρεια να επιδικάσει και εδώ αποζημιώσεις.

Το ζήτημα του Ισλαμικού Νόμου της Sharia, σε σχέση με την κοσμική νομοθεσία, απέκτησε νέο ενδιαφέρον το 2011, μετά από μια σειρά εξεγέρσεων σε πολλές αραβικές χώρες (βλέπε Λιβύη, Τυνησία, Αίγυπτο). Παρά τον απάνθρωπο και αυστηρό χαρακτήρα των πιο πάνω διατάξεων του Ισλαμικού Νόμου, είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε, ότι σε μεγάλο αριθμό δημοσκοπήσεων, αποτυπώνεται ισχυρή υποστήριξη από μέρους του λαού για το Ισλάμ και επιπλέον οι πολίτες τείνουν να επικροτούν την θέσπιση σκληρών ποινών για εγκλήματα όπως η κλοπή και η μοιχεία.

Γεννάται λοιπόν το εύλογο ερώτημα, κατά πόσον η δημοκρατία και το Ισλάμ μπορούν να συνυπάρξουν. Μερικοί συντηρητικοί μουσουλμάνοι υποστηρίζουν ότι η δημοκρατία είναι μια καθαρά ξένη έννοια προς αυτούς, η οποία επιβλήθηκε αυταρχικά στις μουσουλμανικές χώρες από τις Δυτικές δυνάμεις. Στον αντίποδα αυτής της άποψης βρίσκονται οι πιο μετριοπαθείς, οι οποίοι αναγνωρίζουν την ανάγκη εκδημοκρατισμού του Ισλάμ.

Όπως είχαμε αναφέρει στην αρχή του παρόντος άρθρου, ο Ισλαμικός Νόμος της Sharia εφαρμόζεται με διάφορες παραλλαγές και δεν υπάρχει ένα ενιαίο και κοινά αποδεχτό μοντέλο για όλα τα μουσουλμανικά κράτη. Αυτό που θα μπορούσαμε με σιγουριά να διακρίνουμε είναι ο διαχωρισμός των μουσουλμανικών κρατών σε συντηρητικά και μετριοπαθή.

Σύμφωνα λοιπόν με την πιο πάνω διαπίστωση θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τα μουσουλμανικά κράτη σε 3 κατηγορίες δικαικών συστημάτων:

1) Στα κράτη που εφαρμόζουν αποκλειστικά και μόνο τον Ισλαμικό Νόμο της Sharia.
2) Στα κράτη εκείνα που λειτουργούν στα πλαίσια ενός μεικτού νομικού συστήματος
3) Στα «εντελώς» κοσμικά κράτη.

Κράτη που εφαρμόζουν αποκλειστικά το Ισλαμικό Δίκαιο:

Το Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο ερμηνεύεται και εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια Sharia, τα οποία έχουν απεριόριστη εξουσία να επιλαμβάνονται όλων των υποθέσεων.

Σε κράτη όπως τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν, τέτοια θρησκευτικά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία για όλες τις υποθέσεις, είτε αυτές εμπίπτουν στο αστικό είτε στο ποινικό δίκαιο. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε μορφής πολιτικού ή ποινικού κώδικα, επιφυλάσσει όλη την διακρατική ευχέρεια στον Δικαστή να εφαρμόσει αποκλειστικά και μόνο τον Κώδικα της Sharia.

Στη Σαουδική Αραβία για παράδειγμα, η Μuttawa, η οποία αποτελεί ένα είδος θρησκευτικής Αστυνομία, είναι επιφορτισμένη με το έργο της τήρησης της τάξης και του ιερού Ισλαμικού Νόμου. Η τελευταία, στα πλαίσια αυτών των αρμοδιοτήτων της, προβαίνει σε συλλήψεις των παραβατών του νόμου. Οι ποινές που επιβάλλονται ποικίλουν αναλόγως με το αδίκημα το οποίο έχει διαπραχθεί. Ο παραβάτης δυνατόν να μαστιγωθεί, να φυλακιστεί ή να αποκεφαλιστεί.

Θα πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι στις μουσουλμανικές χώρες όπου το Ισλάμ είναι η επίσημη θρησκεία και ο Ισλαμικός Νόμος της Sharia αποτελεί την υπέρτατη πηγή δικαίου, οι κυβερνήσεις αντλούν τη νομιμότητά τους από το Ισλάμ. Σε άλλες πάλι χώρες όπως το Πακιστάν, το Ιράν και το Ιράκ, απαγορεύεται η θέσπιση νομοθεσίας που να έρχεται σε αντίθεση με το Ισλάμ.

Μουσουλμανικά κράτη με μεικτό νομικό σύστημα:

Οι περισσότερες μουσουλμανικές χώρες εφαρμόζουν ένα μεικτό σύστημα κανόνων δικαίου, στο οποίο η κυβέρνηση αναγνωρίζεται ως η κοσμική αρχή, αλλά οι μουσουλμάνοι έχουν την δυνατότητα να αποταθούν στα Ισλαμικά Δικαστήρια για να λύσουν τις οικογενειακές ή τις οικονομικές τους διαφορές. Η ακριβής δικαιοδοσία των Δικαστηρίων αυτών ποικίλλει από χώρα σε χώρα, συνήθως όμως αυτά έχουν δικαιοδοσία για θέματα που αφορούν το γάμο, το διαζύγιο, την κληρονομιά και την κηδεμονία.

Στη Νιγηρία για παράδειγμα τα Ισλαμικά Δικαστήρια έχουν αποκλειστική δικαιοδοσία επί θεμάτων που εμπίπτουν στις γαμικές διαφορές και που βέβαια αφορούν μόνο τους μουσουλμάνους. Σε άλλες πάλι χώρες, όπως ο Λίβανος και η Ινδονησία, συναντούμε μεικτή δικαιοδοσία των Δικαστηρίων, και αυτό λόγω κυρίως της επιρροής του Ισλαμικού Νόμου από τη μια και του αποικιακού παρελθόντος από την άλλη.

Κοσμικά μουσουλμανικά κράτη:

Υπάρχει και εκείνη η κατηγορία μουσουλμανικών κρατών τα οποία αυτό-απακαλούνται ως κοσμικά και ως ένα βαθμό έχουν κατορθώσει να περιορίσουν την επιρροή του Ισλαμικού Νόμου της Sharia στη δημόσια ζωή. Σε αυτή την κατηγορία των κρατών ανήκουν το Αζερμπαϊτζάν, το Τατζικιστάν, το Τσαντ, η Σομαλία και η Σενεγάλη. Δεν θα πρέπει όμως να διαφεύγει της προσοχής μας ότι σκληροπυρηνικές ισλαμικές ομάδες σε αυτά τα κράτη λειτουργούν ως αποσταθεροποιητικό στοιχείο και απειλούν συχνά την πολιτική σταθερότητα. Από την άλλη θα πρέπει επίσης να καταγραφεί ότι οι υφιστάμενες κοσμικές κυβερνήσεις σε αυτά τα μουσουλμανικά κράτη, στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, πολλές φορές παρανομούν και καταφεύγουν σε βίαιες πρακτικές.

Πιο συγκεκριμένα, η καταπίεση των συντηρητικών κομμάτων όπως και των οπαδών τους, είναι σύνηθες φαινόμενο, ενώ τις πλείστες φορές τέτοιες πρακτικές οδηγούν σε ακρότητες και σοβαρές παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων ελευθεριών.

Τέτοιου είδους φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στην Τουρκία, όταν υπήρχε η υποψία ότι το Ισλαμικό Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα Νομικό Κώδικα, βασισμένο στον Ισλαμικό Νόμο. Ο Τούρκος Γενικός Εισαγγελέας αναγκάστηκε να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας και το Μάρτιο του 2008, το Ισλαμικό κόμμα κηρύχθηκε ως παράνομο και απαγορεύθηκε.

Όλοι μας είχαμε γίνει μάρτυρες των βίαιων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στα γειτονικά μουσουλμανικά κράτη της περιοχής μας. Πρωταρχική απαίτηση των εξεγερμένων ήταν εκσυγχρονισμός και δικαιοσύνη. Η λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» επιδίωκε ένα πιο δίκαιο σύστημα διακυβέρνησης, άρρηκτα συνδεδεμένο με έννοιες όπως η ισότητα, η διαφάνεια και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα περισσότερα μουσουλμανικά κράτη τα οποία βίωσαν τέτοιες λαϊκές εξεγέρσεις, προχώρησαν σε ποικίλες αναθεωρήσεις βασικών διατάξεων του Συντάγματος τους. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφερθούμε στην τελευταία αναθεώρηση του Αιγυπτιακού Συντάγματος (2012) και να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο Άρθρο 2.

Το εν λόγω άρθρο επιβεβαιώνει την υπεροχή του Ισλαμικού Νόμου και προνοεί ότι «Το Ισλάμ είναι η θρησκεία του κράτους, και η αραβική είναι η επίσημη γλώσσα του. Οι αρχές της Sharia αποτελούν την κύρια πηγή δικαίου». Αξίζει να αναφέρουμε ότι πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν ως αποστολή τους την προάσπιση των ανθρωπινών δικαιωμάτων, όπως και οι εκπρόσωποι της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αιγύπτου, προσπάθησαν να καταργήσουν αυτή την αναφορά στην Sharia, αλλά απέτυχαν. Απομένει πια να δούμε στην πράξη εάν ο «αναγεννημένος» Ισλαμικός Νόμος της Sharia, μπορεί εν τέλει, να συνυπάρξει με τις αρχές που επιτάσσει ένα δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.

*Νομικός Σύμβουλος, Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας

NASOS THEO