Η Σύμβαση του Montreux και πρόνοιες περί «ελεύθερης» ναυσιπλοΐας

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, οι Μεγάλες Δυνάμεις, της τότε εποχής, ρύθμισαν προσωρινά το νομικό καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου. Η εν λόγω όμως ρύθμιση, δεν εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα των εμπλεκομένων μερών και ιδιαιτέρως τα τουρκικά συμφέροντα. Στις 20 Ιουλίου 1936 στο Montreux της Ελβετίας, ρυθμίστηκε τελεσίδικα το καθεστώς των Στενών, με την υπογραφή της σχετικής Σύμβασης. Το καθεστώς αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα. Όπως εύλογα αναμένετο και στην συγκεκριμένη περίπτωση, πολιτικές και/ή διπλωματικές σκοπιμότητες, καθόρισαν το ρυθμιστικό πλαίσιο μέσα από το οποίο επιχειρήθηκε ο έλεγχος της διέλευσης μέσω των Στενών.

Τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης του Montreux (στο εξής η Σύμβαση) είναι τα ακόλουθα: η Αυστραλία, η Βουλγαρία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Ρουμανία, η Σοβιετική Ένωση, η Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα και η Τουρκία. Οι ΗΠΑ είχαν και αυτές προσκληθεί στη διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε πριν από την υπογραφή της Σύμβασης, ωστόσο η Ουάσιγκτον επηρεαζόμενη ακόμη από τα κατάλοιπα της πολιτικής του «απομονωτισμού», προτίμησε να μην συμμετάσχει.

Σε γενικές γραμμές, η Σύμβαση ρυθμίζει και εγγυάται την ελεύθερη διέλευση τόσο των στρατιωτικών όσο και των εμπορικών πλοίων. Πιο συγκεκριμένα, τα πλοία δύνανται να απολαύουν, εν καιρώ ειρήνης, ελεύθερης διέλευσης στην θαλάσσια περιοχή των Δαρδανελίων, όπως επίσης και στις θάλασσες του Μαρμαρά και του Βοσπόρου (Άρθρο 2 της Σύμβασης). Οι μόνοι έλεγχοι στους οποίους δύνανται να προβούν οι τουρκικές Αρχές, είναι στους υγειονομικούς, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία και πάντοτε στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου (Άρθρο 3 της Σύμβασης).

Εάν ανατρέξουμε στο κείμενο της Σύμβασης, θα συνειδητοποιήσουμε ότι έξι από τα είκοσι εννέα άρθρα της Σύμβασης, ρυθμίζουν το καθεστώς διέλευσης των εμπορικών πλοίων, ενώ δεκαέξι από αυτά, προνοούν ρυθμίσεις για τα πολεμικά πλοία. Γίνεται επομένως αντιληπτό, ότι το ζήτημα της διέλευσης των στρατιωτικών πλοίων, ήταν βαρύνουσας σημασίας.

Οι διατάξεις που σχετίζονται με την διέλευση των πολεμικών πλοίων από τα Στενά, διαφέρουν ανάλογα με την χώρα προέλευσης των πλοίων. Με άλλα λόγια, ένα από τα κριτήρια που θέτει η Σύμβαση, για να εξακριβωθεί πιο καθεστώς διέλευσης θα εφαρμόζεται κάθε φορά, είναι αυτό της χώρας προέλευσης του πλοίου και κατά πόσον αυτό ανήκει ή όχι στον στόλο παράκτιου κράτους της Μαύρης Θάλασσας. Επιπλέον κριτήριο για το καθεστώς διέλευσης τέτοιων πολεμικών πλοίων, είναι το κατά πόσον η Τουρκία διεξάγει η ίδια πολεμικές επιχειρήσεις και/ή απειλείται στρατιωτικά από τρίτο κράτος.

Πολεμικά πλοία και/ή υποβρύχια που ανήκουν σε παράκτια κράτη της Μαύρης Θάλασσας, δύνανται να διέλθουν μέσω των Στενών, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό και εφόσον οι τουρκικές αρχές έχουν ενημερωθεί 8 ημέρες προηγουμένως (Άρθρο 13 της Σύμβασης). Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε, ότι η Σύμβαση θέτει και ποσοτικά κριτήρια, για να αποφασιστεί κατά πόσον συγκεκριμένα πλοία δύνανται να απολαύουν ελεύθερης ή περιορισμένης διέλευσης.

Σύμφωνα λοιπόν με την Σύμβαση, πολεμικά πλοία που διαθέτουν χωρητικότητα πέραν των 15.000 τόνων (Άρθρο 14 της Σύμβασης), μπορούν να διέλθουν μέσω των Στενών, ένα κάθε φορά και με την συνοδεία όχι περισσοτέρων από δύο αντιτορπιλικών. Όσον αφορά δε την διέλευση των υποβρυχίων, αυτά υποχρεούνται να αναδύονται στην επιφάνεια της θάλασσας, καθώς διέρχονται των Στενών.

Αναφορικά με τα πολεμικά πλοία χωρών, που δεν βρέχονται από την Μαύρη Θάλασσα, ισχύουν συγκεκριμένοι περιορισμοί και ποσοστώσεις, για να διέλθουν αυτά μέσω των Στενών. Πολεμικά πλοία ανήκοντα εις τρίτες χώρες, 15 μέρες προ της διελεύσεως τους, θα πρέπει να ενημερώνουν για αυτή τους την πρόθεση τις τουρκικές Αρχές.

Επιπλέον, αυτής της κατηγορίας πολεμικό πλοίο, δύναται να διέλθει μέσω των Στενών, μόνο εφόσον η χωρητικότητα του δεν υπερβαίνει τους 15.000 τόνους. Κράτη που δεν βρέχονται από την Μαύρη Θάλασσα, δεν μπορούν να κρατήσουν τα πολεμικά τους πλοία στον εν λόγω θαλάσσιο χώρο, πέραν των 21 ημερών. Τέλος, η συνολική χωρητικότητα των πολεμικών πλοίων, που ανήκουν σε στόλο μη παράκτιου κράτους της Μαύρης Θάλασσας, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους 45.000 τόνους (Άρθρο 18 της Σύμβασης).

Αξίζει να αναφερθεί, ότι η Σύμβαση δεν προνοεί οτιδήποτε σχετικά με τα πυρηνοκίνητα θαλάσσια μέσα (υποβρύχια, αεροπλανοφόρα) και το καθεστώς διέλευσης αυτών, επειδή τέτοιου είδους πολεμικά πλοία, δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί την εποχή που η Σύμβαση υπεγράφη. Εξ αντιδιαστολής συμπέρασμα λοιπόν, ότι απαγορεύεται η διέλευση πυρηνοκίνητων πολεμικών πλοίων διαμέσου των Στενών, δεδομένου ότι η χωρητικότητα αυτών των σκαφών, ξεπερνά κατά πολύ τις ποσοστώσεις που θέτει η Σύμβαση, συνυπολογίζοντας μόνο τα μέχρι τότε υπάρχοντα θαλάσσια πολεμικά μέσα.

Στην περίπτωση, όπου παράκτιο κράτος της Μαύρης Θάλασσας εμπλέκεται σε στρατιωτικές/πολεμικές επιχειρήσεις, το ρυθμιστικό πλαίσιο της Σύμβασης, το οποίο εφαρμόζεται εν καιρώ ειρήνης, συνεχίζει να δεσμεύει τα κράτη αυτά. Εάν όμως η Τουρκία διατηρήσει καθεστώς ουδετερότητας, τότε η διέλευση πολεμικών πλοίων, τα οποία εμπλέκονται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, απαγορεύεται.

Οι ρυθμίσεις που αφορούν πολεμικά πλοία τρίτων χωρών, εν καιρώ ειρήνης, συνεχίζουν να εφαρμόζονται και σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Η μόνη εξαίρεση που ισχύει εδώ είναι, ότι πολεμικά πλοία, ανήκοντα εις τα εμπόλεμα μέρη, και τα οποία έχουν ήδη εξέλθει του ναυστάθμου τους, πριν από τον πόλεμο, έχουν το δικαίωμα να διέλθουν των Στενών και να επιστρέψουν στην βάση τους, ανεξάρτητα εάν εμπλέκονται ή όχι θαλάσσιες δυνάμεις των παράκτιων κρατών της Μαύρης Θάλασσας (Άρθρο 19 της Σύμβασης).

Στην περίπτωση κατά την οποία η Τουρκία είτε είναι εμπλεκόμενο μέρος σε στρατιωτική σύρραξη, είτε απειλείται με επίθεση, η διέλευση πολεμικών πλοίων μέσω των Στενών, ανήκοντα εις τρίτες χώρες, επαφίεται εξ ολοκλήρου στην διακριτική ευχέρεια των τουρκικών Αρχών (Άρθρο 20 της Σύμβασης).

Αναμφίβολα, η Συνθήκη περιόρισε τον αριθμό, το είδος και το μέγεθος των πολεμικών πλοίων που δύνανται να εισέλθουν διαμέσου των Στενών και κατ’ επέκταση να πλεύσουν προς την Μαύρη Θάλασσα. Τέτοιου είδους περιορισμοί, από την μια αυξάνουν τον έλεγχο και διασφαλίζουν την ασφάλεια των παράκτιων κρατών, από την άλλη όμως στραγγαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την εμπορική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι το υφιστάμενο ρυθμιστικό καθεστώς δοκιμάστηκε πολλές φορές στην πράξη, με αμφιλεγόμενα πάντοτε αποτελέσματα. Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία ήταν κατά την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Τουρκία, ως ουδέτερη χώρα, έκλεισε την δίοδο των Στενών στα πολεμικά πλοία των εμπόλεμων μερών. Η ενέργεια αυτή εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό την τότε Σοβιετική Ένωση, αφού τα Γερμανικά πολεμικά πλοία και υποβρύχια δεν μπορούσαν να διέλθουν μέσω των Στενών. Η εν λόγω όμως εξέλιξη αποτελούσε δίκοπο μαχαίρι για τους Σοβιετικούς, επειδή τα Στενά έκλεισαν και για τους συμμάχους τους, ήτοι το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Τουρκία έγινε αποδέκτης πολλών επικρίσεων από τους συμμάχους της στη Βόρειο-Ατλαντική Συμμαχία, για τον τρόπο που κάθε φορά ερμήνευε και εφάρμοζε την Σύμβαση. Το 1976, οι σχέσεις της Τουρκίας με τους συμμάχους της οξύνθηκαν περαιτέρω, όταν οι τουρκικές Αρχές επέτρεψαν την διέλευση του πρώτου αεροπλανοφόρου, σοβιετικής κατασκευής.

Η Σύμβαση επανήλθε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος το 2008, κατά την διάρκεια του πολέμου στην Γεωργία. Οι τουρκικές Αρχές απαγόρευσαν την διέλευση πλοίου 70.000 τόνων, που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην Γεωργία, επειδή η σχετική διάταξη του Άρθρου 18 (δ) της Σύμβασης, προνοεί τα ακόλουθα: «Σε περίπτωση που μία ή περισσότερες χώρες, που δεν είναι παράκτιο κράτος της Μαύρης Θάλασσας, επιθυμεί να αποστείλει ανθρωπιστική βοήθεια, το σύνολο της βοήθειας αυτής δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τους 8.000 τόνους».

Στην πιο πρόσφατη κρίση της Κριμαίας, οι ΗΠΑ είχαν κάθε λόγο να καταγγείλουν την Σύμβαση και να εξασφαλίσουν τη ναυτική τους παρουσία στην Μαύρη Θάλασσα. Σε τέτοιου είδους όμως καταγγελία, δύναται να προβεί μόνο συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης. Οι ΗΠΑ δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος και επομένως δεν θα μπορούσαν προσβάλουν την εγκυρότητα της Σύμβασης (η Σύμβαση έχει ισχύ για 20 χρόνια από την μέρα της υπογραφής της). Μια τέτοια ενέργεια δυνατόν να οδηγούσε σε κατάργηση της Σύμβασης και επομένως τα Αμερικανικά πολεμικά πλοία θα μπορούσαν να διέρχονται χωρίς περιορισμούς και να παραμένουν όσο χρόνο θέλουν, στην Μαύρη Θάλασσα.

Τέλος, η απροθυμία των παράκτιων κρατών της περιοχής, να προσβάλουν την εγκυρότητα της Σύμβασης, μαρτυρεί ότι το υφιστάμενο ρυθμιστικό καθεστώς, εξυπηρετεί σε ικανοποιητικό βαθμό τα εθνικά τους συμφέροντα και εγγυάται την ασφάλεια όλων των εμπλεκομένων μερών.

Αναστάσης Θεοχαρίδης

Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος