Η πραγματική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης Αναστασιάδη

Του Χάρη Πολυκάρπου*

 Την προηγούμενη εβδομάδα οι Standard & Poor’s βελτίωσαν την αξιολόγηση της Κυπριακής οικονομίας με αποτέλεσμα η Κύπρος να καταφέρει να δανειστεί με χαμηλό επιτόκιο από τις διεθνείς αγορές. Είναι αλήθεια ότι η αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας ενίσχυσε τα δημόσια οικονομικά αφού με το χαμηλό επιτόκιο που εξασφάλισε η Κύπρος μειώνει τους τόκους που θα πληρώνει για το δημόσιο χρέος.

Η Κυβέρνηση καμώνεται ότι πέτυχε μια ιστορική επιτυχία, διότι κριτήριο της είναι οι επευφημίες των οίκων αξιολογήσεις. Αδυνατεί να συλλάβει ότι οι πολιτικές της κρίνονται και από τις επιπτώσεις που έχουν στην κοινωνία.

Και οι μέχρι σήμερα οικονομικές πολιτικές της Κυβέρνησης έχουν ένα κοινό παρονομαστή: Επιδιώκουν να βελτιώσουν την εικόνα της οικονομίας, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην κοινωνία και στην ποιότητα ζωής των πολιτών.

Επικροτεί η Κυβέρνηση τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αλλά δεν την ενδιαφέρει η αυξημένη εισοδηματική ανισότητα.

Πανηγυρίζει για τη μείωση της ανεργίας αλλά χλευάζειτους χαμηλούς μισθούς και τις κακές συνθήκες στην αγορά εργασίας.

Προπαγανδίζει δογματικά τη μείωσητου ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επέφερε η εγκληματική διάλυση του Συνεργατισμού και οι αλλαγές στη νομοθεσία για τις εκποιήσεις αλλά αδιαφορεί για τα δάνεια που έτσι και αλλιώς θα συνεχίζουν να χρωστούν οι πολίτες, όπως επίσης αδιαφορεί για τις τεράστιες πληγές που αφήνει η διάλυση του Συνεργατισμού.

Υπερασπίζεται μέχρις εσχάτων το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της, με την ανεξέλεγκτη παραχώρηση διαβατηρίων,αλλά δεν παραδέχεται ότι λόγω των φουσκωμένων ενοικίων φορτώνει τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και ιδιαίτερα τα νέα ζευγάρια με ένα τεράστιο κόστος. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι είναι αδύνατο για μια οικογένεια σήμερα να ενοικιάσει διαμέρισμα στο κέντρο της Λεμεσού ή της Λευκωσίας.

Αυτή είναι η πραγματική οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης. Κοντόφθαλμη, ετεροβαρής προς όφελος των λίγων και προνομιούχων, στηριγμένη σε ένα άκρατο δογματισμό που υπαγορεύει ότι όσο οι δείκτες βελτιώνονται δεν έχει σημασία η ποιότητα ζωής των πολιτών.

Φροντίζει μάλιστα με τις αποφάσεις της να δείχνει ότι μέλημα της είναι η απαξίωση κάθε είδους κοινωνικής ιδιοκτησίας και ο εκφυλισμός του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας, της υγείας και της κοινωνικής μέριμνας.

Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τις πρόσφατες εξελίξεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Δηλώνει με έπαρση ότι ο προϋπολογισμός καταγράφει πλεονάσματα αλλά επιδεικνύει μέγιστη αλαζονεία και αυταρχισμό δημιουργώντας πρωτοφανή κρίση στην παιδεία με στόχο να εξοικονομήσει €2 εκ.

Χαρίζει χωρίς στόχευση φορολογικά κίνητρα και άλλες ελαφρύνσεις σε φίλους και γνωστούς αλλά προφασίζεται το κόστος για να μην στηρίξει αποτελεσματικά τη δημόσια υγεία και τα κρατικά νοσηλευτήρια.

Κομπάζει για τις επιδόσεις στα δημόσια οικονομικά αλλά συνεχίζει με αμείωτη ένταση την ιδιωτικοποίηση της CYTA. Για να ξεπουλήσει ένα κερδοφόρο οργανισμό με σαφή αναπτυξιακό και κοινωνικό ρόλο όχι από ανάγκη ή υποχρέωση αλλά από δογματισμό και προσήλωση στην εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων.

Όταν μετά από όλα αυτά καυχιέται για τη θετική πορεία της οικονομίας αλλά δε λέει τίποτα για το ποιους ωφελεί αυτή η πορεία, είναι φανερό ότι υποτιμά την κοινωνία. Δεν θέλει να βρει εναλλακτικές σε μια πολιτική που φορτώνει τα βάρη στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και εξυπηρετεί τους λίγους και προνομιούχους.

Απέναντι σε αυτή τη φιλοσοφία,προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τους εργαζόμενους. Η κοινωνία χρειάζεται αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας,καθολική υγεία, παιδεία και κοινωνική προστασία.

*Επικεφαλής Γρ. Οικονομικών Μελετών – Κ.Ε. ΑΚΕΛ