Η Νομική υπηρεσία δεν αποδέχεται συναλλαγές

Με ανακοίνωση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Ανδρέα Αριστείδη, που χειρίζεται την υπόθεση του αποκαλούμενου «Ναού της Αφροδίτης» στη Λεμεσό, κατέστησε σήμερα σαφές ότι δεν δικαιολογείται καμία αναστολή της υπόθεσης.

Με οδηγίες του Γενικού και Βοηθού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο κ. Αριστείδης  εξέδωσε σήμερα ανακοίνωση απορρίπτοντας τις θέσεις του δικηγόρου υπεράσπισης του κατηγορούμενου για την υπόθεση όπως αυτές καταγράφηκαν στην επιστολή που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας.

Ο κ. Αριστείδης στην ανακοίνωση του τονίζει ότι:

«Έχω σαφείς και ξεκάθαρες οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα να δηλώσω ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε πιθανότητα αναστολής της εκκρεμούσας ποινικής υπόθεσης», αναφέρει στην ανακοίνωση ο κ. Αριστείδης και η Νομική Υπηρεσία με τους επικεφαλής της αλλά και όλους τους Λειτουργούς της δεν δέχεται συναλλαγές, ούτε αποδέχεται συγκαλύψεις. Αλλά βέβαια ούτε και εκβιασμούς, εκ μέρους οποιοιδήποτε».

Αναφέρει επίσης πως «κατηγορηματικά απορρίπτουμε ως παντελώς αβάσιμα τα όσα αναφέρει ο δικηγόρος του κατηγορουμένου στην επιστολή ημερομηνίας 02.10.14 , την οποία, κατά τρόπο απαράδεκτο, φρόντισε άμεσα να κοινοποιήσει στα ΜΜΕ».

Στην ανακοίνωση, ο κ. Αριστείδης αναφέρεται στην επιχείρηση στο συγκεκριμένο υποστατικό στις 22 Ιουλίου 2014, όπου συνελήφθησαν 21 πρόσωπα εκ των οποίων τα 17 ήταν αλλοδαπές γυναίκες που εργάζονταν στον χώρο.

«Όλες οι αλλοδαπές γυναίκες ανακρίθηκαν γραπτώς, τόσο από μέλη του ΤΑΕ όσο και από μέλη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων , ωστόσο μόνο δύο εξ αυτών κατέθεσαν ότι προσελήφθησαν από τον κατηγορούμενο για να έρχονται σε σεξουαλική επαφή με πελάτες και ως εκ τούτου αναγνωρίστηκαν ως θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας», αναφέρει, προσθέτοντας ότι οι οι υπόλοιπες 15 γραπτώς και ρητώς αρνήθηκαν ότι είχαν οποιαδήποτε εμπλοκή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

Σημειώνει ότι πέραν της άρνησης οποιαδήποτε εμπλοκής των υπόλοιπων οι 15 γυναίκες απελάθηκαν από την Αστυνομία αφού «δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να τις συνδέει με αδικήματα».

Σύμφωνα με τον αρμόδιο Δικηγόρο της Δημοκρατίας, μετά από έρευνα που έγινε στο υποστατικό από μέλη της Αστυνομίας δεν εντοπίσθηκαν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης , ούτε στα δωμάτια, όπου λάμβανε χώρα σεξουαλική δραστηριότητα με πελάτες, ούτε στον ευρύτερο εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, ώστε να παραλειφθούν ως τεκμήρια.

Ο κ. Αριστείδης αναφέρεται και στην πρώτη ακρόαση της υπόθεσης στις 25 Σεπτεμβρίου 2014, στην οποία είχαν κληθεί να καταθέσουν οι γυναίκες, οι οποίες θα καλούνταν να αναγνωρίσουν τα τεκμήρια που θα κατέθεταν τα δύο μέλη της ανακριτικής ομάδας.

Σημειώνει ωστόσο ότι κατά την αντεξέταση του δεύτερου αστυφύλακα από την Υπεράσπιση, και ενώ οι μαρτυρίες των παραπονούμενων θα ακολουθούσαν αμέσως μετά, ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε αναβολή για να προετοιμάσει καλύτερα την αντεξέταση του μάρτυρα κατηγορίας, που βρισκόταν στο εδώλιο, κάτι για το οποίο η κατηγορούσα αρχή δεν έφερε ένσταση.

Σύμφωνα με τον κ Αριστείδη, η εκ Μολδαβίας μάρτυρας κατηγορίας μετά την αναβολή της υπόθεσης για τις 29 Σεπτεμβρίου, «ζήτησε επιτακτικά να αποχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία, απειλώντας ότι εάν δεν της επιτρεπόταν θα έθετε τέλος στην ζωή της. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η νομοθεσία δεν επιτρέπει στις Αρχές τον οποιοδήποτε περιορισμό προσώπου που αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης».

Σημειώνει δε ότι κλινικός ψυχολόγος που εξέτασε την αλλοδαπή γυναίκα «διέγνωσε στρεσογόνα ψυχολογική κατάσταση, που την καθιστούσε ανίκανη να συνεργαστεί με τις αρχές της Δημοκρατίας».

«Δεδομένων των πιο πάνω και επειδή η νομοθεσία επιτρέπει την συνέχιση της υπόθεσης ακόμα και χωρίς την παρουσία του θύματος στο Δικαστήριο, η Αστυνομία, έχοντας υπόψη ότι σε ανακριτική της κατάθεση, ληφθείσα στις 26/09/2014, η παραπονούμενη δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να επιστρέψει στην Κύπρο και να καταθέσει στο δικαστήριο εάν αυτό καταστεί αναγκαίο , αποφάσισε να μην φέρει προσκόμματα στην επιλογή της να αναχωρήσει για την πατρίδα της», αναφέρει, προσθέτοντας ότι «στην προαναφερθείσα κατάθεση η περί ης ο λόγος μάρτυρας εξήγησε με σαφήνεια τους προσωπικούς λόγους για τους οποίους ήθελε να αναχωρήσει άμεσα εκτός Κύπρου».

Αναφορικά με τα πρόσωπα που διαχειρίζονταν τον οίκο ανοχής, ο κ. Αριστείδης σημειώνει ότι δεν υπάρχει στην δικογραφία οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να εμπλέκει τρίτο πρόσωπο πέραν του κατηγορουμένου.

«Ο ίδιος ο κατηγορούμενος σε γραπτή κατάθεση, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο, χωρίς ένσταση εκ μέρους της υπεράσπισης, κατονομάζει τον εαυτό του ως τον μοναδικό υπεύθυνο του χώρου. Μάλιστα σε ερωτήσεις που του έγιναν για πιθανή εμπλοκή άλλων συγκεκριμένων προσώπων, ο κατηγορούμενος επέμενε ότι τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν είχαν καμία σχέση με την διαχείριση του χώρου», προσθέτει.