Η λιτανεία στον Πενταδάκτυλο και τα δάκρυα του παπα-Λουκά

Στα χρόνια μετά την τουρκοκρατία, υπήρχε πολύχρονη ανομβρία στην Κύπρο. Στους πρόποδες του σημερινού τουρκοκρατούμενου Πενταδακτύλου, σε ένα χωριό που οι κάτοικοί του ζούσαν κυρίως από τη γη και λιγοστή κτηνοτροφία, τα πράγματα, που ήταν ήδη πολύ δύσκολα, έγιναν τρισχειρότερα. Οι πηγές, οι βρύσες και τα πλείστα πηγάδια στέρεψαν κι όσα λιγοστά έμειναν, το νερό ήταν γλυφό. Το χορτάρι και τα περβόλια ξεράθηκαν. Τα κοπάδια γυρνούσαν από τη βοσκή στον κάμπο, νηστικά κι αποστεωμένα. Κι άλλα ζώα που ζούσαν μέσα στα πλινθόκτιστα σπίτια του χωριού ως μέλη της οικογένειας, υπέφεραν κι αυτά από έλλειψη τροφής μαζί με τους κατοίκους.

Μια Κυριακή στη θεία λειτουργία στην εκκλησία του Άη-Γιώρκη στο χωριό, ο παπα-Λουκάς ανακοίνωσε την απόφασή του:

– Χωριανοί, μετά τη λειτουργία καθένας που το θέλει, να πάρει μια εικόνα αγίου στα χέρια.

Με τα εξαπτέρυγα μπροστά, τους ψάλτες, τις εικόνες των αγίων και το νήμα για ζώσιμο, θα κάνουμε λιτανεία ως πέρα στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία και δέηση για να μας βρέξει. Εκεί, θα είμαστε πιο κοντά στον Θεό, να ακούσει τις προσευχές μας, είπε με βουρκωμένα μάτια.

Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία ήταν χτισμένο  βορειοδυτικά σε ένα ύψωμα κάπου 5-6χιλιόμετρα έξω του χωριού, δίπλα σε μια διάβαση, εκεί που ξεκινούσε απότομα η πλαγιά του Πενταδάκτυλου. Όταν τελείωσε η λειτουργία, πήραν το δρόμο και κατόπιν το μονοπάτι, για τον Προφήτη Ηλία. Mπροστά τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα, πιο πίσω οι ψαλτάδες κι ο παπα-Λουκάς και ακολουθούσαν οι χωριανοί με τις εικόνες. Κάποιοι κουτσαίνοντας κι άλλοι με μπαστούνι, πορεύονταν στη λιτανεία, με τη γη τριγύρω διψασμένη και τα δέντρα μισοξεραμένα, κρατώντας λίγο νερό και το μακρύ λευκό νήμα που θα έζωναν γύρω-γύρω το εκκλησάκι όπως ήταν το έθιμο.

Έτσι, η βουή των ανθρώπων έσμιγε με την ψαλμωδία:

– «Απόστρεψον το πρόσωπόν Σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον… Μη απορρίψης με από του προσώπου Σου και το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού…»

Μέσα σε εκείνη τη βουή, κανένας δεν πρόσεξε τα δάκρυα του παπα-Λουκά καθώς καλάντιζε με το αγιασμένο νερό δεξιά-ζερβά στο μονοπάτι. Κι όταν έφτασαν, έκαναν τη δέηση, έζωσαν με το νήμα το εκκλησάκι κι ο παπά-Λουκάς ζήτησε να του γεμίσουν ξανά το μεταλλικό δοχείο με το αγίασμα, βούτηξε μέσα τη δέσμη με το βασιλικό κι άρχισε να ραντίζει ολούθε τους χωριανούς. Ο γιος του άρχοντα του χωριού, σπουδαγμένος της Αγγλίας, του είπε:

 – Παπά Λουκά, κρίμα να χαραμίζεις το νερό που το έχουμε έλλειψη.

Τα δάκρυα του παπα-Λουκά έπεφταν στο ξεθωριασμένο πετραχήλι του και συνέχισε:  

– «Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου· κολληθεί η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ…»

Και με όση δύναμη είχε, φώναξε:

– Χωριανοί, πάμε τώρα πίσω στο χωριό. Oλόισια στα σπίτια προτού μας προλάβει η βροχή.

 Λίγο πριν μπουν στο χωριό, άρχισαν να πέφτουν ψιχάλες. Ο παπα-Λουκάς τελευταίος έψαλλε με δάκρυα στα μάτια.

– «Αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις ευήχοις· αινείτε αυτόν εν κυμβάλοις αλαλαγμού. Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον…»

Κώστας Μαυρίδης,

Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ (S&D)