Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση και η κυπριακή κυβερνητική ραστώνη

Του Ορέστη Μάτσα*

Τους τελευταίους μήνες, παρατηρούμε τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων, να ψαλιδίζουν τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα κι αυτό έρχεται να επιβεβαιωθεί, προ ημερών, μέσα από τη δημοσίευση ορισμένων σχετικών στατιστικών. Το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα νοικοκυριά στην Κύπρο πλήρωναν το 3ο ακριβότερο ρεύμα σε όλη την Ευρώπη και το 2ο ακριβότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat). Την ίδια στιγμή, η πολυ-προβαλλόμενη κυβερνητική στήριξη για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, στη διάρκεια του τελευταίου έτους, κατατάσσεται 4η από το τέλος στην Ευρώπη, ισοδυναμώντας μόλις με το 0,7% του κυπριακού ΑΕΠ (Bruegel).  Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι η κυβερνητική πολιτική, ως προς τη στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, όχι απλώς είναι ανεπαρκής, αλλά επιχειρείται να προβληθεί, παραπλανητικά, κι ως ένα ακόμα success story.

Από την ενεργειακή κρίση που διατρέχει το τελευταίο διάστημα την Ευρώπη και με βάση τους υφιστάμενους ενεργειακούς και οικονομικούς συσχετισμούς, είναι αυτονόητο ότι η Κύπρος δε θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Παρ’ όλα αυτά, μέσα από τις δυναμικές που δημιουργήθηκαν στην ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με άλλα κράτη, έχουν αναδειχθεί, με τρόπο απόλυτο, και όλες οι στρεβλώσεις των προηγούμενων δεκαετιών στην παραγωγή ενέργειας της Κύπρου. Δυναμικές που ήταν και παραμένουν βασισμένες σε σχέσεις εξάρτησης στις συμβατικές μορφές ενέργειας και επιβολής ισχύος των μεγάλων οικονομιών προς τις μικρότερες.

Η σημερινή κρίση, οφείλει να αναγνωστεί ως αποτυχία των πολιτικών που εμποδίζουν την ταχεία μετάβαση προς την επίτευξη των ενεργειακών στόχων που τίθενται μέσα από την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, του μακροπρόθεσμου στοιχήματος της ενεργειακής αυτονομίας των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, της αποκλειστικής συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην παραγωγή ενέργειας, της επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης στις μεταφορές και τελικά της επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας.

Υπό μια ματιά πιο αυστηρής κριτικής, αυτή η πολιτική βούληση δεν γίνεται απόλυτα εμφανής στη νέα δέσμη μέτρων έκτακτης ανάγκης που παρουσίασε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο την αντιμετώπιση της απότομης αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και της ενέργειας. Το ρίσκο που εγείρεται από τα μέτρα έμμεσης υποβοήθησης της χρήσης του φυσικού αερίου, κυρίως, μέσα από τη συνέχιση της εισαγωγής του με πλαφόν στην τιμή αγοράς, είναι από τη μία η ορατή παγίδα της αύξησης της κατανάλωσής του και από την άλλη η διατήρηση της επισφάλειας του εφοδιασμού από τρίτες χώρες. Επιπλέον, η εισήγηση της Επιτροπής για προαιρετική εισφορά από τις εταιρείες παραγωγής ενέργειας που αποκομίζουν υπερκέρδη από την υφιστάμενη κρίση, αντί την υποχρεωτική φορολόγησή τους, εμποδίζει τα κράτη-μέλη να ανακατανέμουν το σύνολο των κερδών σε στοχευμένες ελαφρύνσεις των λογαριασμών ρεύματος ή ακόμα και την επιδότηση επενδύσεων ΑΠΕ. Είναι προφανές ότι, αυτού του είδους η προνομιακή μεταχείριση της αγοράς φυσικού αερίου, από την ΕΕ, τείνει να λειτουργεί εις βάρος της ουσιαστικής επιτάχυνσης της μετάβασης του ενεργειακού σκηνικού στις ΑΠΕ.

Εν μέσω αναβρασμού της Ένωσης και των κρατών-μελών, η Κύπρος, ακολουθώντας το διαχρονικό μοτίβο της απουσίας περιβαλλοντικά-οικονομικά βιώσιμου κυβερνητικού σχεδιασμού, διεκδικεί όχι μόνο την εξαίρεση από την εφαρμογή μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και τη μη φορολόγηση των υπερκερδών της ΑΗΚ, τα οποία προκύπτουν από την παραγωγή ενέργειας με πετρέλαιο. Το πρόσχημα της Κυβέρνησης είναι το ζήτημα βιωσιμότητας που τίθεται για την ΑΗΚ, σε ενδεχόμενη φορολόγηση των υπερκερδών. Στην πραγματικότητα, το όποιο ζήτημα βιωσιμότητας για την ΑΗΚ σήμερα, εμφανίζεται εξαιτίας των δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που καλείται να πληρώνει για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων. Από στοιχεία που κατατέθηκαν στην Επιτροπή Ενέργειας της Βουλής, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία η ΑΗΚ πλήρωσε για αυτά τα δικαιώματα €376 εκατομμύρια, ενώ το κόστος τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε εκθετική αύξηση, με το 2020 να ανέρχεται σε €67 εκατομμύρια.  και το 2021 στα €165,2 εκατομμύρια. Με λίγα λόγια, η Κυβέρνηση ζητά από την ΕΕ, να παραβλέψει την πολυετή πολιτική ανεπάρκεια και ανευθυνότητα του κράτους, ως προς την προσπάθεια απεξάρτησης της παραγωγής ενέργειας από μαζούτ και να επιτρέψει να συνεχίσει να μετακυλίεται το κόστος της αγοράς ρύπων στους πολίτες-καταναλωτές, αντί στο κράτος.

Τον Φεβρουάριο του 2014, κάποιοι, πολύ σωστά, έδωσαν μάχη, εντός και εκτός κοινοβουλίου, ώστε να μην ιδιωτικοποιηθεί η ΑΗΚ. Ενάντια στο τότε πείσμα του ΔΗΣΥ και του μισού ΔΗΚΟ, η φιλοσοφία της μάχης αυτής σήμερα δικαιώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου ιδιωτικοί οργανισμοί ενέργειας σε άλλες χώρες, τρέχουν να κρατικοποιηθούν για να σωθούν (π.χ. Γερμανία, Γαλλία). Η ΑΗΚ, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι έχει τα εργαλεία να απορροφά τους κραδασμούς από το ράλι των τιμών, παραμένει έρμαιο των κάκιστων πολιτικών χειρισμών και της διαχρονικής απουσίας οράματος σ’ αυτό που ονομάζουμε πράσινη μετάβαση.

Με την ίδια απουσία μακρόπνοου σχεδιασμού για τον τομέα της ενέργειας, το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, έχει εγκρίνει δαπάνη πέραν των €300 εκατ. για τις υποδομές φυσικού αερίου στην περιοχή του Βασιλικού, με επιδιωκόμενο ορίζοντα δραστηριότητας τα 30 χρόνια. Ουσιαστικά, η σημερινή Κυβέρνηση την οποία βαραίνουν οι μεγαλύτερες ευθύνες για το ενεργειακό αδιέξοδο που περνά η χώρα σήμερα, επιδιώκει να εγκλωβίσει τις πολιτικές και των επόμενων δεκαετιών, σε ξοφλημένες επιλογές παραγωγής ενέργειας.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, οι σημερινές επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, όπως είναι και το φυσικό αέριο, επιβραδύνουν την μετάβαση στις ΑΠΕ. Όχι μονάχα γιατί στερούν τους οικονομικούς πόρους από την προώθηση αυτών καθ’ αυτών των ΑΠΕ, αλλά γιατί στερούν πόρους κι από άλλους κρίσιμους τομείς, συνυφασμένους με την ορθολογική μετάβαση, όπως είναι η αναβάθμιση του δικτύου και η ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας. Κάθε αλλαγή, κάθε μετάβαση ενέχει και κόστος, το οποίο όμως, με το κατάλληλο μείγμα πολιτικής είναι διαχειρίσιμο. Πάντως, είναι σίγουρα μικρότερο, από αυτό που θα έχουμε αν συνεχίσουμε με τις ίδιες συνταγές.

Κάποια από τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση. Το ερώτημα είναι εάν αρκούν για να ανταποκριθούν στα δεδομένα, αν ανταποκρίνονται στα διδάγματα της κρίσης που διανύουμε και εάν θα εφαρμοστούν έγκαιρα, πριν μπουν λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πριν η ενεργειακή φτώχεια εδραιωθεί για τα καλά στον κοινωνικό ιστό. Αυτό που αποδεικνύουν τα στατιστικά, είναι πως μέχρι στιγμής η κυβερνητική στήριξη μοιάζει με ψάθινο καπέλο την ώρα που βρέχει καταρρακτωδώς. Χρειάζεται ανάλογη ενίσχυση, προκειμένου όλοι να ανταπεξέλθουν αξιοπρεπώς τον επερχόμενο χειμώνα.

 *Ορέστης Μάτσας,

Μηχανολόγος Μηχ. (ΜΕng), Μηχ. Περιβάλλοντος (PhD – c),

Μέλος Κεντρικής Επιτροπής,

Κίνημα Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών