Η έκθεση της Τρόικας για την Κυπριακή Οικονομία

Τα συμπεράσματα της 5ης αξιολόγησης του κυπριακού προγράμματος στήριξης δόθηκαν σήμερα στην δημοσιότητα.

Η ομάδα του ΔΝΤ που ολοκλήρωσε (από κοινού με τους εκπροσώπους της Ε.Ε. και της ΕΚΤ) την περασμένη εβδομάδα την πέμπτη επιθεώρηση του κυπριακού προγράμματος στήριξης, παρέμεινε στην Κύπρο για την περιοδική επιθεώρηση της οικονομίας της χώρας (βάσει του άρθρου 4 του καταστατικού του «Ταμείου»).

Η έκθεση αναφέρεται σε μια “πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια μόνιμου χαρακτήρα” που θα πρέπει να επιτευχθεί και να διατηρηθεί ο στόχος των Αρχών για πρωτογενές πλεόνασμα του 4 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2018, σύμφωνα με το στόχο της μείωσης του δημόσιου χρέους σε περίπου 100 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020.

Σημειώνει επίσης ότι υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα, συμπληρωμένο με την αναμόρφωση της δομής των αμοιβών, ώστε να υπάρχει καλύτερη σύνδεση της αμοιβής με την απόδοση και την εξάλειψη των αυτόματων αυξήσεων πριν από τον τερματισμό του παγώματος των μισθών το 2016.

“Κοιτάζοντας μπροστά, οι Αρχές πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν πλήρως και οι δραστηριότητες δεν θα διαταραχθούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου,” τονίζεται στην έκθεση.

Την παρουσίαση έκανε στη διάρκεια τηλεδιάσκεψης η επικεφαλής της αποστολής του ΔΝΤ, Ντέλια Βελκουλέσκου. Να σημειώσουμε ότι η προηγούμενη συνολική επιθεώρηση της κυπριακής οικονομίας από το ΔΝΤ είχε πραγματοποιηθεί το Φθινόπωρο του 2011.

Η έκθεση επισημαίνει ότι η Κύπρος συσσώρευσε μεγάλες ανισορροπίες, οι οποίες εκτέθηκαν στην κρίση. Κατά τα έτη που προηγήθηκαν της κρίσης, σημαντικές εξωτερικές εισροές οδήγησαν σε ταχεία επέκταση του τραπεζικού τομέα έως οκτώ φορές το μέγεθος της οικονομίας. Ο εύκολος δανεισμός τροφοδότησε την άνθηση του στεγαστικού τομέα και την αύξηση της δανειακής επιβάρυνσης του ιδιωτικού τομέα, σε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα στη ζώνη του ευρώ.

«Οι διογκούμενες εισαγωγές, σε σχέση με τις εξαγωγές, επιδεινώθηκαν από τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας, καθώς η αύξηση των μισθών υπερέβη την παραγωγικότητα και οδήγησε σε απότομη αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Και το δημόσιο χρέος διογκώθηκε λόγω της χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής μετά την είσοδο στην ευρωζώνη, το 2008. Οι ανισορροπίες αυτές εκτέθηκαν στην κρίση, η οποία κορυφώθηκε με την κατάρρευση του τραπεζικού τομέα».

Η έκθεση αναφέρεται συνοπτικά στα μέτρα που ελήφθησαν από τις κυπριακές Αρχές στο πλαίσιο του οικονομικού προγράμματος που συμφωνήθηκε με την τρόικα και αφορούσαν τόσο τα δημόσια οικονομικά, όσο και τις μεταρρυθμίσεις και τον τραπεζικό τομέα.

Επισημαίνει πως μολονότι έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, για να ξεπερασθεί η κληρονομιά της κρίσης θα πρέπει να αντιμετωπιστούν προκλήσεις. Αναφέρεται στα επιτεύγματα, όπως στην εξάλειψη των περιορισμών στις εγχώριες πληρωμές, που σε συνδυασμό με τις καλύτερες από του αναμενόμενου οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις, επέτρεψαν στην Κύπρο την εκ νέου πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, νωρίτερα αυτό το χρόνο.

«Όμως ακόμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος παραμένουν πολύ υψηλά και το ποσοστό ανεργίας, που είναι περισσότερο από 15 τοις εκατό, είναι απαράδεκτα υψηλό. Η αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), το περιορισμένο κεφάλαιο και η ρευστότητα, περιορίζουν τις προοπτικές για την επανέναρξη της πιστωτικής επέκτασης, την αύξηση της παραγωγής και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, καθώς και για την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίου. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων εξαρτάται από τη συνεχή σταθερή εφαρμογή της πολιτικής. Η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της ζώνης του ευρώ και η υποστήριξη από τις ευρωπαϊκές πολιτικές θα συμβάλουν επίσης στην αποκατάσταση της ανάπτυξης και της σταθερότητας στην Κύπρο».

Η έκθεση παραθέτει στοιχεία για τα μακροοικονομικά μεγέθη της Κύπρου και τις προβλέψεις για μικρή σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας προς το 2%, το 2015, αλλά υπογραμμίζει ότι «οι κίνδυνοι που υπάρχουν παραμένουν σημαντικοί και έχουν σχέση με την αβεβαιότητα γύρω από το μέγεθος και το ρυθμό της απομόχλευσης του ιδιωτικού τομέα και την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, καθώς και με τις γεωπολιτικές εντάσεις γύρω από την Ουκρανία-Ρωσία».

Εκτενής αναφορά γίνεται στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων – στη βάση και των συζητήσεων που έγιναν πρόσφατα στο πλαίσιο της 5ης επιθεώρησης της «τρόικας».

Σε σχέση με τα δημοσιονομικά, γράφει πως οι Αρχές έχουν θέσει σε εφαρμογή μια φιλόδοξη δέσμη μέτρων κοντά στο 7 τοις εκατό του ΑΕΠ το 2013-14, που σε γενικές γραμμές είναι ισορροπημένη μεταξύ εσόδων και δαπανών.

«Η προσπάθεια συνέβαλε στη διατήρηση των φορολογικών εσόδων, παρά τη βαθιά ύφεση και στη χαλάρωση μέρους της αύξησης των μισθών του δημόσιου τομέα και των κοινωνικών παροχών κατά την περίοδο πριν από την κρίση. Επιπλέον, οι Αρχές εκτέλεσαν τον προϋπολογισμό με σύνεση, περαιτέρω σύσφιξη των δαπανών, για την αντιμετώπιση της ασυνήθιστα υψηλής μακροοικονομικής αβεβαιότητας. Οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν σε μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το 2013. Φέτος, το πρωτογενές έλλειμμα αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, περίπου στο μισό του επιπέδου του 2012».

Παρόλα αυτά, με υψηλό το δημόσιο χρέος που εξακολουθεί να αυξάνεται, είναι απαραίτητη μία σημαντική μεσοπρόθεσμη εξυγίανση.

«Μια πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια μόνιμου χαρακτήρα θα πρέπει να επιτευχθεί και να διατηρηθεί ο στόχος των αρχών για πρωτογενές πλεόνασμα του 4 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2018, σύμφωνα με το στόχο της μείωσης του δημόσιου χρέους σε περίπου 100 τοις εκατό του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Η προσαρμογή θα πρέπει να είναι σταδιακή και να αποσκοπεί στη βραχυπρόθεσμη εξισορρόπηση των συγκυριακών παραγόντων, με τους στόχους της βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα. Μια σταθεροποίηση φιλική προς την ανάπτυξη θα πρέπει να επικεντρωθεί στην πλήρη χαλάρωση των αυξήσεων των δαπανών που προηγήθηκαν της κρίσης, προστατεύοντας παράλληλα τις κεφαλαιακές δαπάνες. Υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μείωση των μισθών στο δημόσιο τομέα, συμπληρωμένο με την αναμόρφωση της δομής των αμοιβών, ώστε να υπάρχει καλύτερη σύνδεση της αμοιβής με την απόδοση και την εξάλειψη των αυτόματων αυξήσεων πριν από τον τερματισμό του παγώματος των μισθών το 2016. Περαιτέρω εξοικονόμηση θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη μεταρρύθμιση του τομέα της εκπαίδευσης και των συντάξεων».

Η έκθεση εκτιμά ότι καθώς έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το επίκεντρο πρέπει να εστιαστεί στην εφαρμογή τους. Όπως επισημαίνει, οι Αρχές έχουν νομοθετήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς: (i) το συνταξιοδοτικό σύστημα (ii) το μηχανισμό τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών του δημόσιου τομέα μηχανισμού (iii) το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας (iv) τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και (ν) τη διαχείριση των εσόδων.

«Οι πρωτοβουλίες αυτές είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των προσπαθειών δημοσιονομικής εξυγίανσης. Κοιτάζοντας μπροστά, οι Αρχές πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν πλήρως και οι δραστηριότητες δεν θα διαταραχθούν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.”

Παράλληλα τονίζει ότι οι προσπάθειες ιδιωτικοποιήσεων θα πρέπει επίσης να συνεχιστούν. Για τις επιπρόσθετες μεσοπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις, όπως του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και της δημόσιας διοίκησης, εισηγείται η εφαρμογή τους να γίνει με σύνεση, για να ελαχιστοποιηθούν οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι. Θα πρέπει επίσης ο χρόνος των μεταρρυθμίσεων να προγραμματίζεται με προσοχή, για να αποφεύγεται ο υπερβολικός φόρτος.

Τέλος, για την προώθηση της νέας στρατηγικής ανάπτυξης, οι Αρχές πρέπει να επικεντρωθούν σε μέτρα για την αντιμετώπιση των βασικών σημείων συμφόρησης και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Καταλήγοντας, διαπιστώνει ότι το κόστος της κρίσης ήταν μεγάλο και τα επώδυνα πλην αναγκαία μέτρα έχουν επιφέρει ένα αναπόφευκτο κόστος στον πληθυσμό. Οι προκλήσεις του μέλλοντος παραμένουν σημαντικές και δεν θα επιλυθούν εν μία νυκτί.

«Οι Αρχές θα πρέπει να παραμείνουν εστιασμένες και δεσμευμένες στη θέσπιση των αναγκαίων πολιτικών για την προώθηση του προγράμματος προσαρμογής, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη βιώσιμη ανάπτυξη».