ΗΠΑ: Νέα απαγόρευση εισόδου σε πολίτες της Β.Κορέας, του Τσαντ και της Βενεζουέλας

Την απαγόρευση της εισόδου σε αμερικανικό έδαφος από πολίτες της Βόρειας Κορέας, του Τσαντ και της Βενεζουέλας ανακοίνωσε η Αμερικανική κυβέρνηση χθες.

Το πλαίσιο αυτό αποτελεί ένα νέο σαρωτικό αντιμεταναστευτικό διάταγμα το οποίο φορά επίσης τους υπηκόους του Ιράν, της Λιβύης, της Συρίας, της Υεμένης και της Σομαλίας. Από τον κατάλογο των χωρών στους πολίτες των οποίων απαγορεύεται η είσοδος αποσύρθηκε το Σουδάν.

Η συγκεκριμένη απαγόρευση αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από τις 18 Οκτωβρίου και θα υπάρξει και επανεξέταση των αρχικών διαταγμάτων του Προέδρου της χώρας, Ντόναλντ Τραμπ, τα οποία είχαν αμφισβητηθεί από τα αμερικανικά δικαστήρια.

Οι προσθήκες της Βόρειας Κορέας και της Βενεζουέλας διευρύνουν την εμβέλεια της απαγόρευσης, που αρχικά έθετε στο στόχαστρο χώρες με κυρίως μουσουλμανικό πληθυσμό.

“Η Βόρεια Κορέα δεν συνεργάζεται με την κυβέρνηση των ΗΠΑ σε κανένα πεδίο και δεν καλύπτει τις προϋποθέσεις σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών”, αναφέρεται σε μια ανακοίνωση που δόθηκε στη δημοσιότητα από την κυβέρνηση.

Στέλεχος της κυβέρνησης που ενημέρωσε τους δημοσιογράφους αναγνώρισε πάντως ότι ο αριθμός των Βορειοκορεατών οι οποίοι ταξιδεύουν στις ΗΠΑ είναι πολύ μικρός. Στους Ιρακινούς δεν θα απαγορεύεται η είσοδος, αλλά θα αντιμετωπίζουν αυξημένους ελέγχους.

Η ισχύουσα απαγόρευση εισόδου, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τον Μάρτιο, εξέπνεε το βράδυ της Κυριακής (ξημερώματα ώρα Κύπρου).

Νωρίτερα την Κυριακή, ο Τραμπ δήλωσε στους δημοσιογράφους σχετικά με την απαγόρευση “όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο”.

Μετά τη δημοσιοποίηση της ανακοίνωσης, ο Τραμπ σε ανάρτησή του στο Twitter επέμεινε ότι “το να γίνει η Αμερική ασφαλής είναι η υπ` αριθμόν ένα προτεραιότητά μου. Δεν θα επιτρέπουμε την είσοδο στη χώρα μας σε όσους δεν μπορούμε να κάνουμε πλήρη έλεγχο ασφαλείας”.

Το αμερικανικό Ανώτατο Δικαστήριο έχει προγραμματίσει να εξετάσει τη 10η Οκτωβρίου εάν η ισχύουσα απαγόρευση αποτελούσε διάκριση σε βάρος των μουσουλμάνων και κατά συνέπεια αντέβαινε το Σύνταγμα των ΗΠΑ.