Εχτισαν μια αυτοκρατορία εκατοντάδων εκατομμυρίων πουλώντας σαπούνια στον δρόμο

Όλα ξεκίνησε τον Μάιο του 2017, όταν ο 49χρονος συνιδρυτής της Sundial Brands δέχτηκε επιτέλους να συναντηθεί με τον αμερικανό πρόεδρο της Unilever, έπειτα από φλερτ που κράτησε 20 ολόκληρα χρόνια.

Ο αγγλο-ολλανδικός κολοσσός των 54 δισ. δολαρίων είχε επιστρατεύσει ακόμα και φίλους του Richelieu Dennis για να τον πείσουν για τη συνάντηση, τέτοιο καημό είχε η Unilever με τη μικρή νεοϋορκέζικη εταιρία σαπουνιών που είχε ιδρύσει μια μητέρα και ένας γιος, πουλώντας άλλοτε τα φυσικά προϊόντα τους στον δρόμο.

Μέχρι τότε βέβαια η Sundial είχε εξελιχθεί σε έναν δυνατό παίκτη της αγοράς εναλλακτικών προϊόντων περιποίησης, με τζίρο 240 εκατ. δολαρίων. Στόχευε μάλιστα ειδικά στο κοινό των Αφροαμερικανών και των Ισπανοαμερικανών, μετρώντας μια ανάπτυξη που λογίστηκε τουλάχιστον αστρονομική.

Ο Dennis είχε μια λίστα με αιτήματα που υπέθετε πως δεν θα τα δεχόταν με τίποτα η Unilever, όπως το να κρατήσει τα ηνία της εταιρίας του και να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο τιμόνι της. Κι όμως, η Unilever είπε «ναι» σε όλα και προσέφερε στον ιδιοκτήτη 1,6 δισ. δολάρια για να αποκτήσει την επιχείρησή του. Ο Dennis και η μητέρα του, Mary, που είχαν φτιάξει τη φίρμα το 1991, κράτησαν το 51% και έφυγαν από εκείνη τη συνάντηση κατά 850 εκατ. δολάρια πλουσιότεροι!

«Ήταν πραγματικά μια από αυτές τις μαγικές στιγμές», είπε ο Dennis στο Forbes, «ήταν η στιγμή που ήξερα πως αυτό ήταν το σωστό που έπρεπε να κάνω». Εφτά μήνες αργότερα, ολοκληρώθηκε η εξαγορά της Sundial που έκανε τον Dennis και τη μαμά του δύο από τους πλουσιότερους μαύρους επιχειρηματίες του κόσμου.

Και τι ταξίδι ήταν αυτό. Αρκεί να ειπωθεί πως για τα πρώτα 24 χρόνια της Sundial, μητέρα και γιος τα κατάφερναν χωρίς εξωτερικά κονδύλια και επενδυτές. Γιατί κανείς δεν τους έδινε δάνειο, κανείς δεν έβαζε τα λεφτά του! Τα έκαναν όλα μόνοι τους, από την εποχή που πουλούσαν τα σαπούνια τους σε πάγκο στο Χάρλεμ μέχρι να καταφέρουν να βάλουν τα προϊόντα τους σε καταστήματα καλλυντικών και εμπορικά κέντρα κατόπιν.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε μάλιστα ο Dennis μεταξύ Λιβερίας και Σιέρρα Λεόνε, με την οικονομολόγο μητέρα του να έχει κάνει τα πάντα για να τον μεγαλώσει. Όταν έφτασε σε ηλικία σπουδών, ο Dennis δεν είχε και πολλές επιλογές, φοίτησε σε ένα μικρό κολέγιο της Μασαχουσέτης που του χορήγησε υποτροφία.

Το 1991, με το που αποφοίτησε, ξέσπασαν οι εμφύλιοι σε Λιβερία και Σιέρρα Λεόνε, αναγκάζοντας και τη μητέρα του να μετακομίσει στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να επιβιώσουν. Άρχισαν λοιπόν να φτιάχνουν σαπούνια και σαμπουάν με τον παραδοσιακό αφρικάνικο τρόπο. Και τα πουλούσαν ως πλανόδιοι στους δρόμους του Χάρλεμ, μέχρι να καταφέρουν να βάλουν τα προϊόντα τους σε μερικά καταστήματα φυσικών καλλυντικών της Νέας Υόρκης.

Χρηματοδότηση δεν είχαν, καθώς ποια τράπεζα θα δάνειζε σε έναν πάμφτωχο αφρικανό μετανάστη, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, κι έτσι ούτε φορτηγό για την παράδοση των σαπουνιών του δεν διέθετε. Σε πείσμα ωστόσο των καιρών, τα κατάφεραν με απίστευτη προσωπική δουλειά και εξίσου μεγάλη προσήλωση.

Και μόλις το 2007 είδαν την γκάμα των προϊόντων τους να καταφτάνουν στα μεγάλα εμπορικά πολυκαταστήματα της Νέας Υόρκης, ξέροντας πια πως τα είχαν καταφέρει. Απλώς δεν υπολόγιζαν το πόσο…