Επαναπροσδιορισμός των σχέσεων κοσμικού κράτους και θρησκείας

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

O Διαφωτισμός υπήρξε μια πνευματική κίνηση η οποία ανέδειξε την σημασία του ορθολογισμού όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι επιβαλλόταν να αποδεσμευθούν από την πνευματική φυλάκιση την οποία τους επέβαλλε με διάφορους τρόπους η εκκλησία και η θρησκεία. Ως εκ τούτου, ο Διαφωτισμός υπήρξε ο προπομπός της εφαρμογής νέων μορφών δημοκρατικής νομιμότητας, οι οποίες θα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην αυτοδιάθεση των ατόμων και την ενεργή συμμετοχής τους στις δημοκρατικές διαδικασίες. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε η κοσμική μορφή του πολιτικού γίγνεσθαι. Ο φιλελευθερισμός, ο οποίος έλκει την καταγωγή του από τον νατουραλισμό και άρα δεν έχει οποιαδήποτε διασύνδεση με υπερφυσικές δυνάμεις, συνέβαλε αποφασιστικά στην εκκοσμίκευση της πολιτικής.

Παρ ‘όλα αυτά, η θεωρία του John Rawl, ο οποίος θεωρείται οπαδός του πολιτικού φιλελευθερισμού, αναγνωρίζει σε κάποιο βαθμό το ρόλο που δύναται να παίξει η θρησκεία σε δημοκρατικές μορφές οργάνωσης. Ο Rawl προσπάθησε να συμφιλιώσει τις θρησκευτικές και κοσμικές απαιτήσεις μέσα σε ένα πολιτικό και λειτουργικό πλαίσιο. Όπως πολλοί μελετητές πιστεύουν, οι κοσμικές αντιλήψεις ήταν πάντα η ηθική βάση του φιλελεύθερου κράτους. Ένα από τα βασικά στοιχεία της φιλελεύθερης αντίληψης είναι αυτό της «δημοκρατικής ιθαγένειας».

Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή η σταδιακή αυτο-κατανόηση του κράτους δικαίου αναπτύχθηκε στο πλαίσιο μιας συμβατικής παράδοσης η οποία μέχρι σήμερα εξακολουθεί να στηρίζεται στα λεγόμενα «φυσικά δικαιώματα», ότι δηλαδή όλα τα πρόσωπα πρέπει να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης. Προαπαιτούμενο για την προαναφερθείσα εξέλιξη είναι ο κοσμικό χαρακτήρας του κράτους, το οποίο θα διοικεί μία συγκεκριμένη εθνική ομάδα χωρίς να απαιτείται νομιμοποίηση από θεοκρατικές αξίες. Η τελευταία παραδοχή οδηγεί στο σημαντικότερο συστατικό στοιχείο του κοσμικού κράτους, τον σαφή διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους.

Σύμφωνα με την φιλελεύθερη άποψη, το κυρίαρχο κράτος επιδιώκει αρχικά να διασφαλίσει την κοσμική του μορφή, μακριά από όποιες θρησκευτικές παρεμβολές και στη συνέχεια εργάζεται για τον εκδημοκρατισμό της εξουσίας, η οποία εξουσία έχει ως άμεσους αποδέκτες τους πολίτες. Ο εκδημοκρατισμός της εξουσίας επέβαλλε μια σειρά από προαπαιτούμενα – οι πολιτειακοί άρχοντες θα έπρεπε να εξηγούν στον λαό τους νόμους που θέσπιζαν, όπως επίσης να αιτιολογούν τις δικαστικές αποφάσεις και τα διατάγματα σε γλώσσα απλή και κατανοητή στην πλειοψηφία των πολιτών.

Φιλελεύθεροι θεωρητικοί και φιλόσοφοι όπως ο Paul Weithman και ο Bruce Ackerman υπήρξαν ένθερμοι υποστηρικτές του δόγματος που επέβαλλε τον διαχωρισμό μεταξύ εκκλησίας και κράτους. Προς αυτή την κατεύθυνση, ένα από τα κύρια επιχειρήματα του Weithman ήταν ότι η θρησκεία αποτελεί έναν οιονεί αποσταθεροποιητικό παράγοντα του φιλελεύθερου συστήματος διακυβέρνησης. Το επιχείρημά αυτό στηριζόταν στην παραδοχή ότι η θρησκεία μπορεί να καταστεί εστία συγκρούσεων μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και άρα να καταστρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια, η οποία απέβλεπε στην εξασφάλιση μιας ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Επομένως, σύμφωνα με αυτή την θεωρία οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των μελών μιας κοινωνίας συχνά εμποδίζουν τους ανθρώπους να αναπτύξουν το κοινό αίσθημα της ανοχής και της αλληλεγγύης προς οτιδήποτε το διαφορετικό και το ιδιαίτερο.

Οι δύο πιο πάνω θεωρητικοί βρήκαν την λύση στη λεγόμενη προσπάθεια «ιδιωτικοποίησης της θρησκείας». Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η κυρίαρχη άποψη ήταν: η θρησκεία να γίνεται ανεκτή στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπινου βίου, αλλά όχι στη δημόσια σφαίρα. Ο Ackerman υπήρξε έντονος υποστηρικτής της πιο πάνω θεωρίας. Πιο συγκεκριμένα υποστήριζε ότι έπρεπε να διατηρηθεί ο διαχωρισμός κράτους εκκλησίας, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα παραβιάζονταν οι θεμελιώδεις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη, θα έπρεπε θρησκευτικές πεποιθήσεις και/ή πρακτικές να παραμείνουν μακριά από την δημόσιο σφαίρα, διαφορετικά το φιλελεύθερο δημοκρατικό σύστημα θα κατέληγε μοιραία σε δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των πολιτών.

Στον αντίποδα της σκέψης του Ackerman βρίσκεται η άποψη του Nolde, ο οποίος υποστήριξε ακριβώς το αντίθετο επιχείρημα. Πιο συγκεκριμένα, ο Nolde ήταν ακράδαντα πεπεισμένος ότι η επιτυχία του κοσμικού – φιλελεύθερου – δημοκρατικού κράτους, έγκειτο στην δυνατότητα του να αφομοιώσει και να προστατεύσει το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του Nolde υπήρξε ο Hollenbach. Ο τελευταίος επίσης διαφωνούσε με την άποψη περί «ιδιωτικοποίησης της θρησκείας» και περαιτέρω πίστευε ότι το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσεως και ακεραιότητας. Κεντρική θέση στην σκέψη του Hollenbach κατείχε η άποψη ότι η θρησκεία πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας των πολιτών και άρα περιορισμός της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα μόνο, δεν ήταν δυνατός. Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε προσπάθεια του κοσμικού κράτους να αποκλείσει ή να περιορίσει τη θρησκεία από τη δημόσια σφαίρα θα οδηγούσε σε ένα είδος ευνουχισμού της ατομικής πρωτοβουλίας με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας.

Συμπερασματικά, ο Hollenbach πίστευε στην θετική συμβολή της θρησκείας και πως ήταν απαραίτητη προϋπόθεση μιας υγιούς φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σκέψη του Hollenbach κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η θετική συμβολή της θρησκείας λειτουργούσε σε δύο επίπεδα. Στο μικρο-επίπεδο, η θετική συμβολή της θρησκείας έγκειται στις προσπάθειες που καταβάλλονται για να επικρατήσει η ανοχή και η αλληλεγγύη σε μια συγκεκριμένη κοινωνία πολιτών. Από την άλλη πλευρά, στο μακρο-επίπεδο, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί το καταλυτικό ρόλο της θρησκείας στις προσπάθειες που καταβάλλονται για εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των μελών/κρατών της παγκόσμιας κοινότητας.

Σύμφωνα με τον Hollenback, ο πιο ορθολογικός τρόπος για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις ενός πολυεθνικού παγκόσμιου συστήματος είναι η ανοχή στη διαφορετικότητα και ο σεβασμός των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων κάθε ομάδας.

Οι απόψεις που έχουν κατατεθεί δεν μπορούν να μας αφήνουν αδιάφορους, και σκοπό έχουν να μας προβληματίσουν. Η έξαρση του θρησκευτικού φανατισμού στις μέρες μας είναι μια πραγματικότητα, την οποία κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Υπό αυτό το πρίσμα, παρατηρούμε έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων θρησκείας και κράτους, με το δεύτερο να χάνει σημαντικό έδαφος έναντι του πρώτου.

Αυτή η παραδοχή βρίσκει εφαρμογή σήμερα όχι μόνο στον μουσουλμανικό κόσμο (με την έξαρση του ισλαμικού φονταμενταλισμού) αλλά και σε αυτά ακόμη τα κράτη του Δυτικού κόσμου, τα οποία υπήρξαν εμπνευστές της κοσμικότητας του κράτους. Συντηρητικές και ξενοφοβικές δυνάμεις επικαλούνται συχνά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις μιας κοινωνίας για να ομαδοποιήσουν και να ελέγξουν τον μέσο πολίτη. Με άλλα λόγια, η θρησκεία καταχρηστικά χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει το ιδεολογικό υπόβαθρο ομάδων οι οποίες δεν πιστεύουν στα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και δυστυχώς τέτοιες ομάδες γίνονται όσο ποτέ άλλοτε ελκυστικές.

Θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι έφταιξε και οδηγηθήκαμε σε αυτό το σημείο; Τι μερίδιο ευθύνης αναλογεί στους θιασώτες της φιλελεύθερης δημοκρατίας από τη μια και τους θρησκευτικούς ηγέτες από την άλλη; Τι δεν ερμηνεύτηκε ορθά και για πιο λόγο μας προσπερνούν τα γεγονότα; Μήπως ζούμε τον επαναπατρισμό δυνάμεων οι οποίες στο παρελθόν οδήγησαν την ανθρωπότητα σε ολέθρια σφάλματα; Μήπως θα πρέπει να επανεξετάσουμε τις σύγχρονες δομές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και να τις προσαρμόσουμε στις προκλήσεις του σήμερα και του αύριο;

Η απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα, θα καθορίσει εν πολλοίς και την στάση που θα τηρήσουμε για αυτά τα οποία έπονται.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας