Εορτολόγιο: Κυριακή των Μυροφόρων

Την δεύτερη Κυριακή μετά το Πάσχα, τιμώνται οι Μυροφόρες.

Μυροφόρες ήταν οι ευσεβείς εκείνες γυναίκες, οι οποίες παρακολούθησαν τη διδασκαλία και τη δημόσια δράση του Ιησού Χριστού με χαρακτηριστική αφοσίωση, επιμελήθηκαν και άλειψαν με αρώματα το σώμα του Ιησού κατά την ταφή του και αξιώθηκαν να πληροφορηθούν πρώτες από τον άγγελο την Ανάστασή Του.

Γι’ αυτό προς τιμήν του η ημέρα αυτή ονομάζεται Κυριακή των Μυροφόρων.

Ήταν ημέρα Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου. Κατά το δειλινό, ο Ιωσήφ, ένα αξιοσέβαστο μέλος του Συνεδρίου, που καταγόταν από την (ιουδαϊκή πόλη) Αριμαθαία, και περίμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού, τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να ζητήσει το σώμα του Ιησού.

Ο Πιλάτος απόρησε που ο Ιησούς είχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τον εκατόνταρχο και τον ρώτησε αν είχε πεθάνει από ώρα. Όταν πήρε την απάντηση από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα στον Ιωσήφ. Εκείνος αγόρασε ένα σεντόνι, κατέβασε τον Ιησού, τον τύλιξε μ’ αυτό και τον τοποθέτησε σ’ ένα μνήμα που ήταν λαξεμένο σε βράχο. Μετά κύλισε ένα λιθάρι κι έκλεισε την είσοδο του μνήματος.

Η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσήφ παρακολουθούσαν πού τον έβαλαν.

Όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για να πάνε ν’ αλείψουν το σώμα του Ιησού. Ήρθαν στο μνήμα πολύ πρωί την επομένη του Σαββάτου, μόλις ανέτειλε ο ήλιος.

Κι έλεγαν μεταξύ τους: “Ποιος θα μας κυλίσει την πέτρα από την είσοδο του μνήματος;” Γιατί ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις όμως κοίταξαν προς τα ‘κει, παρατήρησαν ότι η πέτρα είχε κυλήσει από τον τόπο της.

Μόλις μπήκαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό με λευκή στολή να κάθεται στα δεξιά, και τρόμαξαν. Αυτός όμως τούς είπε:

“Μην τρομάζετε. Ψάχνετε για τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, το σταυρωμένο. Αναστήθηκε. Δεν είναι εδώ. Νά το μέρος όπου τον είχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα και πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο: ‘πηγαίνει πριν από σας στην Γαλιλαία και σας περιμένει. Εκεί θα τον δείτε, όπως σας το είπε’”.

Οι γυναίκες βγήκαν κι έφυγαν από το μνήμα γεμάτες τρόμο και δέος. Δεν είπαν όμως τίποτα σε κανέναν, γιατί ήταν φοβισμένες» (Μαρκ. 15,43-16,8).