Εκτοξεύονται οι μετοχές της Tesla καθώς ο Elon Musk κρατά τη θέση του ως CEO…

Εκτοξεύεται η μετοχή της Tesla στις χρηματιστηριακές αγορές της Νέας Υόρκης, απόρροια του διακανονισμού της αυτοκινητοβιομηχανίας και του Elon Musk με την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Securities and Exchange Commission, SEC).

Η μετοχή καταγράφει «ράλι» 16,5%, ξεπερνώντας εκ νέου το ψυχολογικό όριο των 300 δολαρίων, με την κεφαλαιοποίηση να φθάνει τα 52,4 δισεκ. δολάρια.

Ειδικότερα, η Tesla και ο ιδρυτής της συμφώνησαν να πληρώσουν από 20 εκατομμύρια δολάρια έκαστος στις οικονομικές ρυθμιστικές αρχές, όμως ο ίδιος θα παραιτηθεί από πρόεδρος της εταιρείας και θα παραμείνει διευθύνων σύμβουλος.

Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατέθεσε την Πέμπτη μήνυση σε βάρος του 47χρονου, τον οποίο κατηγόρησε για απάτη, διότι ανήρτησε «ψευδή ή παραπλανητικά» μηνύματα στο Twitter, που αφορούσαν την ενδεχόμενη αποχώρηση της εταιρείας από τη Wall Street.

Μάλιστα, στα έγγραφα που κατατέθηκαν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μανχάταν αναφέρεται ότι ο Elon Musk «γνώριζε ή αδιαφορούσε να μάθει» ότι παραπλανούσε τους επενδυτές στις 7 Αυγούστου, όταν ανέφερε στα 22 εκατομμύρια των ακολούθων του στο Twitter ότι μπορεί να απέσυρε την εταιρεία, στην τιμή των 420 δολ. ανά μετοχή και πως είχε «εξασφαλισμένη χρηματοδότηση».

Επιπλέον, η Επιτροπή στον διακανονισμό υπαναχώρησε από την απαίτησή της ότι ο Musk, το όνομά του οποίου είναι συνώνυμο με το brand της Tesla, θα πρέπει να του απαγορευτεί να διοικεί την εταιρεία, μια ποινή που πολλοί επενδυτές εκτιμούσαν ότι θα ήταν καταστροφική.

Ούτε ο κ. Musk, ούτε η εταιρεία παραδέχθηκαν ή διέψευσαν τα ευρήματα της SEC ως μέρος του διακανονισμού.

Πάντως, ο ιδρυτής της Tesla θα πρέπει μέσα σε 45 ημέρες να παραιτηθεί από πρόεδρος, θέση στην οποία δεν θα μπορεί να επιστρέψει για τα επόμενα τρία χρόνια.

Προβλέπεται, επίσης, ότι η Tesla θα πρέπει να συμπεριλάβει δύο ανεξάρτητους διευθυντές στο διοικητικό της συμβούλιο και ο ένας να αναλάβει και την προεδρία.

Πάντως, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Jay Clayton, με ανακοίνωσή του δήλωσε ότι η συμφωνία είναι προς το καλύτερο συμφέρον των αμερικανικών αγορών και των μετόχων της εταιρείας.