Ειδύλλιο μεταξύ Η.Π.Α και Ιράν και στο βάθος rapprochement

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Σύμφωνα με τη νέο-ρεαλιστική σχολή σκέψης, τα κράτη στις διεθνείς σχέσεις οφείλουν να βασίζονται στην αρχή της αυτοβοήθειας, δηλαδή να ενεργοποιούν όλες εκείνες τις δυνάμεις, ικανές να τους εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν την εθνικής τους ασφάλεια. Εν τη απουσία μίας υπερεθνικής εκτελεστικής εξουσίας, και λαμβάνοντας υπόψη τον άναρχο χαρακτήρα του διεθνούς μας συστήματος, τα κράτη είναι αναγκασμένα να εξασφαλίσουν από μόνα τους την εθνική τους ακεραιότητα και/ή ασφάλεια.

Υπό αυτό το πρίσμα θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και συγκεκριμένα την επαναπροσέγγιση μεταξύ Η.Π.Α και Ιράν. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ύψιστη προτεραιότητα κάθε κράτους είναι η εθνική επιβίωση και άρα οι όποιες διπλωματικές κινήσεις και/ή πολιτικές αποσκοπούν στην εξασφάλιση των εθνικών συμφερόντων. Όπως είχαμε αναφέρει και σε παλαιότερο μας άρθρο, η Κυπριακή Δημοκρατία όντας μικρό και αδύναμο, με στρατιωτικούς όρους, κράτος, θα πρέπει συνεχώς να αναπτύσσει διεθνείς συμμαχίες με ισχυρούς παίκτες του διεθνούς συστήματος, έτσι ώστε να εξασφαλίσει και/ή διατηρήσει την «κουτσουρεμένη» πια, εθνική της ακεραιότητα. Επιπλέον, μικρά κράτη όπως την Κυπριακή Δημοκρατία, θα πρέπει να αναπτύξουν εκείνες τις τεχνικές/δεξιότητες έτσι ώστε να αντιλαμβάνονται άμεσα τις μετατοπίσεις στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα και να ενεργούν αναλόγως, έχοντας πάντοτε ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Η επαναπροσέγγιση Η.Π.Α και Ιράν, αποτελεί επομένως μια γεωπολιτική εξέλιξη η οποία θα πρέπει να προβληματίσει και να απασχολήσει την πολιτική μας ηγεσία.

Ας προσπαθήσουμε όμως να αντιληφθούμε αυτή την εξέλιξη και να αναγνωρίσουμε ποιους δυνητικούς σκοπούς μπορεί να εξυπηρετήσει.

Ένας εκ των κορυφαίων μελετητών των Διεθνών Σχέσεων, ο Robert Kaplan, σε πρόσφατο του άρθρο, ερμηνεύει την σταδιακή αλλαγή στάσης των Η.Π.Α έναντι του θεοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης και προβαίνει σε χρήσιμες διαπιστώσεις και/ή ερμηνείες.

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η περιοχή μεταξύ του Ινδικo-Ειρηνικού ήταν και παραμένει ο πυρήνας της παγκόσμιας οικονομίας, δεδομένου ότι σε αυτό το σημείο βρίσκονται οι σημαντικότεροι θαλάσσιοι εμπορικοί διάδρομοι, οι οποίοι τροφοδοτούν την ανάπτυξη των οικονομικών υπερδυνάμεων της περιοχής όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Οι τελευταίες εκτός από εμπορικοί εταίροι των Η.Π.Α, κατατάσσονται και στους κορυφαίους στρατηγικούς τους συμμάχους.

Πρωταρχικός στόχος λοιπόν των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι η προστασία των σημαντικότερων εμπορικών διαδρόμων της περιοχής, όπως επίσης και η προστασία των στρατηγικών τους συμμάχων. Η ασφάλεια την περιοχή μπορεί να επιτευχθεί μόνο ανακόπτοντας την Κινεζική ναυτική επέκταση στην περιοχή του Ειρηνικού. Για να μπορέσουν όμως οι Η.Π.Α να επικεντρωθούν στην επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων, θα πρέπει σταδιακά να μειώσουν την παρουσία τους στην Μέση Ανατολή, και πιο συγκεκριμένα να μειώσουν την στρατιωτική τους εμπλοκή στις εγχώριες συγκρούσεις. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει οι Η.Π.Α να διορίσουν κάποιον άλλο τοποτηρητή. Ένας τέτοιος σύμμαχος, θα πρέπει απαραίτητα να ασκεί επιρροή στους πληθυσμούς της περιοχής και να αναλάβει το έργο του εκμηδενισμού της αστάθειας. Επομένως, μια στρατηγική συμμαχία μεταξύ Η.Π.Α και Ιράν θα μπορούσε να έχει καθοριστική επιρροή στα τεκταινόμενα στην Μέση Ανατολή.

Σύμφωνα με το πιο πάνω σενάριο, ένα φιλικά προσκείμενο προς τις Η.Π.Α σιιτικό Ιράν θα μπορούσε να εργαστεί για την εξουδετέρωση του εξτρεμιστικού/σουνιτικού Ισλαμικού Κράτους. Επιπλέον, η Τεχεράνη θα μπορούσε να ασκήσει επιρροή στην σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης και να την πείσει να ακολουθήσει μια πιο μετριαστική και φιλική στάση έναντι του σουνιτικού πληθυσμού της χώρας. Μια τέτοια εξέλιξη θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην διατήρηση της εσωτερικής συνοχής και σταθερότητας του Ιράκ. Μια ακόμη σημαντική παράμετρος, είναι η αδιαμφισβήτητη επιρροή που δύναται να ασκήσει η Τεχεράνη στην διατήρηση του καθεστώτος του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ (παρόλο που η Τεχεράνη εργάστηκε για την πτώση του καθεστώτος) στην γειτονική Συρία, και στον τερματισμό του εμφύλιου σπαραγμού. Αναμφίβολα, ένα ισχυρό και φιλοδυτικό Ιράν θα μπορούσε επίσης να λειτουργήσει εξισορροπητικά και σε σχέση με την Τουρκία και τους νέο-οθωμανικούς της μεγαλοϊδεατισμούς. Τέλος, η Τεχεράνη θα μπορούσε με την επιρροή της να λειτουργήσει ως ανάχωμα σε οποιεσδήποτε αποσταθεροποιητικές τάσεις των εξτρεμιστικών δυνάμεων των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, μετά ειδικά από μια ενδεχόμενη απόσυρση και αποδέσμευση των Αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από την χώρα.

Η συλλογιστική πίσω από αυτήν τη νέα γεωπολιτική προσέγγιση των Η.Π.Α στηρίζεται στην παραδοχή ότι, ο μακροχρόνιος ένοπλος αγώνας έναντι της τρομοκρατίας δεν οδήγησε στην συντριβή των τρομοκρατικών οργανώσεων. Σύμφωνα λοιπόν με το νέο Αμερικανικό δόγμα, η ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί αποτελεσματικότερα βάζοντας στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας και τους άμεσα εμπλεκόμενους, τους υποστηρικτές των δύο επικρατουσών δογμάτων του Ισλάμ, ήτοι τους Σιίτες και τους Σουνίτες. Ένας επαναπροσδιορισμός της Αμερικανικής πολιτικής έναντι των εθνών αυτών, είναι λοιπόν αναγκαίος και επιβεβλημένος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν από την μια να προσεγγίσουν με «περισσότερη ειλικρίνεια» τα σουνιτικά και σιιτικά κράτη της περιοχής, χωρίς όμως από την άλλη να δώσουν την εντύπωση ότι μια συμμαχία με το ένα στρατόπεδο οδηγεί αυτόματα σε αντιπαράθεση με το άλλο. Κομβικής σημασίας σημείο στην όλη προσπάθεια, είναι η επαναπροσέγγιση και ο συντονισμός των ενεργειών Ουάσιγκτον – Τεχεράνης.

Συμπερασματικά, η ασφάλεια των συμμάχων των Η.Π.Α στην περιοχή του Ινδικό-Ειρηνικού, όπως επίσης και η ανακοπή του εμπορικού και στρατιωτικού επεκτατισμού της Κίνας, θα μπορέσει να επιτευχθεί μόνο εάν το Ιράν αναλάβει ρόλο και μάλιστα σταθεροποιητικό στην Μέση Ανατολή.

Το Ιράν θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα σημαντικό και ποικιλόμορφο ρόλο σε μια προσπάθεια αποκατάστασης της ασφάλειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Σε συνέχεια των όσων κατεγράφησαν πιο πάνω, μια φιλικά προσκείμενη προς την Δύση Τεχεράνη θα μπορούσε να ελέγξει και να «τιθασεύσει» τους εξτρεμιστές της Χεζμπολάχ και της Χαμάς στο Νότιο Λίβανο και τη Γάζα, με θετικές επιδράσεις για όλη την ευρύτερη περιοχή. Επιπλέον, η Τεχεράνη θα μπορούσε να ανακόψει και μια ενδεχόμενη Κινεζική επιρροή στον Περσικό Κόλπο, κάτι που διακαώς επιθυμούν και επιβάλλουν τα Αμερικανικά συμφέροντα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ήδη η Τεχεράνη έχοντας ως εμπορικό του σύμμαχο την Ινδία. Οι δύο χώρες έχουν θέσει ως θέμα ύψιστης πολιτικής την ανάδειξη του λιμανιού της Chabahar (Ιράν) ως το σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι της περιοχής, επιθυμώντας έτσι να υποσκελίσουν την εμπορική αξία/σημαντικότητα του λιμανιού του Γκουαντάρ, το οποίο βρίσκεται κάτω από την Κινεζική και Πακιστανική εποπτεία/έλεγχο. Τέλος, ένα λιγότερο επιθετικό προς τους γείτονες του Ιράν, θα μπορούσε εκτός από του να συμβάλει στην σταθερότητα και ασφάλεια όλης της περιοχής, να λειτουργήσει εξισορροπητικά ως προς την αυξανόμενη ρωσική επιρροή στην Υπερ-καυκάσια περιφέρεια. Η Ρωσική Ομοσπονδία έχει ήδη δείξει τις προθέσεις – προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής και σε σχέση με την Ευρωπαϊκή της περιφέρεια (βλέπε Ουκρανία) αλλά και σε σχέση με την Υπερ-καυκάσια της περιφέρεια (Αρμενία- κράτος δορυφόρος της Μόσχας, στρατιωτική περικύκλωση της Γεωργίας).

Το Ιράν, θα μπορούσε επίσης να αποκομίσει σημαντικά οφέλη από μια ενδεχόμενη επαναπροσέγγιση με τις Η.Π.Α.

Πιο συγκεκριμένα, μια διεθνής νομιμοποίηση του θεοκρατικού καθεστώτος, μέσω των Η.Π.Α, θα έβγαζε την χώρα από την διεθνή απομόνωση και θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, κάτι που απεγνωσμένα αναζητεί η παραπαίουσα Ιρανική οικονομία. Μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σταδιακά και στην εσωτερική νομιμοποίηση του καθεστώτος και άρα στην φιλελευθεροποίηση και συνοχή του κράτους. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο σημαντικές αλλαγές θα ελάμβαναν χώρα, με πρώτη και σημαντικότερη εξέλιξη την εγκαθίδρυση ενός κράτους δικαίου, το οποίο θα εργαζόταν για την εξασφάλιση και προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο και από τα άλλα γειτονικά μουσουλμανικά κράτη.

Όσον αφορά την στάση που ενδεχομένως θα τηρούσε το Ισραήλ σε μια τέτοια εξέλιξη, αυτή μάλλον θα ήταν αρχικά αρνητική. Η ειδική σχέση μεταξύ Η.Π.Α – Ισραήλ δεν σημαίνει ότι θα εξασθενήσει σε έναν ενδεχόμενο επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Ουάσιγκτον – Τεχεράνης. Αυτό το οποίο θα πρέπει το Ισραήλ να κατανοήσει είναι ότι η περιφερειακή σταθερότητα είναι κάτι που αφορά άμεσα και το Τελαβίβ. Ο συμβιβασμός είναι σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο και αυτό θα πρέπει να το κατανοήσουν όσοι ασχολούνται με θέματα περιφερειακής ασφάλειας. Στη βάση μιας «δίκαιης ανταλλαγής» θα μπορούσαν και η Τεχεράνη και το Τελ Αβίβ να συναινέσουν στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων τους και να συντονίσουν τις ενέργειες τους, με την καθοριστική πάντοτε συμβολή της Ουάσιγκτον.

Εξάλλου όπως πολύ ορθά παρατηρεί και ο Robert Kaplan σε παλαιότερο του άρθρο, η συμφιλίωση των Η.Π.Α με την Κίνα, εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, δεν εμπόδισε την υπογραφή συμφωνίας μεταξύ Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ για τα στρατηγικά τους όπλα.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας

Untitled