ΕΔΕΚ: Απόφαση του πολιτικού γραφείου για το Κυπριακό

Ως Κ.Σ. ΕΔΕΚ καταθέσαμε τις απόψεις μας για τις προσπάθειες κοινής διαπραγματευτικής βάσης, αλλά και για τη συνολική διαχείριση του κυπριακού τα τελευταία 40 χρόνια, από την τουρκική εισβολή και την συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή.

Καταθέσαμε την θέση ότι ήλθε επιτέλους η ώρα, 40 χρόνια αδιέξοδων και αναποτελεσματικών χειρισμών να δώσουν την θέση σε μια νέα στρατηγική που θα προβάλλει το κυπριακό στη σωστή του βάση. Ως πρόβλημα εισβολής-κατοχής και παραβίασης του Διεθνούς Δικαίου.

Τονίσαμε ότι είναι αδιανόητο να παραμένουμε μαρμαρωμένοι στο παρελθόν. Πολύ περισσότερο που έχουν διαμορφωθεί νέα γεωστρατηγικά, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά δεδομένα στην περιοχή μας.

Ότι δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια να παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια στρατηγική που έχει αποδειχθεί εκ του αποτελέσματος ότι έχει αποτύχει και καταρρεύσει.

Η πρόταση μας για μια νέα στρατηγική αφορούσε και αφορά συγκεκριμένες προτάσεις:

1. Με διαμόρφωση περιγράμματος λύσης του κυπριακού, με βάση το κοινό ανακοινωθέν του Εθνικού Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 2009 και με επίσημη κατάθεση του ενώπιον της διεθνούς και της ευρωπαϊκής κοινότητας.

2. Με σαφή και κατηγορηματική δήλωση ότι η Ελληνική Κυπριακή πλευρά δεν αποδέχεται το έγγραφο των λεγομένων συγκλίσεων Ντάουνερ ως ενδιάμεση η οποιασδήποτε μορφής συμφωνίας για συνέχιση των συνομιλιών.

3. Με αποσύνδεση της εσωτερικής από τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού. Η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, η απομάκρυνση των εποίκων και η κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων του 1960 θα πρέπει να τεθούν ενώπιον της Τουρκίας. Για να τοποθετηθεί ενώπιον των ευθυνών της. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει νόημα να συζητούνται αυτά τα θέματα σε οποιαδήποτε διακοινοτική διαπραγμάτευση. Είναι καιρός να ζητήσουμε και να επιμείνουμε για τη συζήτηση της διεθνούς πτυχής σε διεθνή διάσκεψη με συμμετοχή του ΟΗΕ, της Ε.Ε., των τριών εγγυητριών δυνάμεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας.

4. Με προώθηση αιτήματος για υιοθέτηση δέσμης αρχών λύσης του κυπριακού σε ένα προσεχές Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

5. Με διατύπωση στην Ε.Ε. αιτήματος διορισμού πολιτικής προσωπικότητας, ως ειδικού απεσταλμένου για το Κυπριακό. Με όρους εντολής να εποπτεύει ότι οι όποιες πρόνοιες της λύσης συζητούνται να είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο.
6. Με ανάληψη έντονης διαφωτιστικής εκστρατείας ώστε να καταστεί σαφές ότι οι Τουρκικές προτάσεις-απαιτήσεις βρίσκονται απολύτως εκτός του πλαισίου του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου.

7. Με προώθηση διαβημάτων για εφαρμογή των ψηφισμάτων 550 (1984) και 789 (1992) του Συμβουλίου Ασφαλείας και της συμφωνίας υψηλού επιπέδου του 1979 Κυπριανού Ντενκτάς για κατά προτεραιότητα επιστροφή της Αμμοχώστου, για παραβίαση των δικαιωμάτων των εγκλωβισμένων, για τον σφετερισμό των ελληνοκυπριακών περιουσιών και την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

8. Με αποσύνδεση της επιδίωξης λύσης από την αξιοποίηση του φυσικού αερίου.

Και για να δοθεί το μήνυμα σε όλους όσοι καιροφυλακτούν να αξιοποιήσουν τη δεινή οικονομική κατάσταση σε Κύπρο και Ελλάδα ότι δεν θα πρέπει να διανοηθούν ότι θα καμφθούμε υπό το βάρος της κρίσης.

Σε ότι αφορά το κοινό ανακοινωθέν είχαμε τονίσει ως ΕΔΕΚ ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να τεθούν για την έναρξη οποιωνδήποτε νέων διαπραγματεύσεων, δεν πρέπει να έχουν απλώς διακηρυκτικό χαρακτήρα. Πρέπει να έχουν συγκεκριμένο περιεχόμενο.

Οι εποικοδομητικές, καλύτερα μη εποικοδομητικές ασάφειες, που οδηγούν σε αμφισημίες στην ερμηνεία της κυριαρχίας αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο στη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου.

Η κυριαρχία πρέπει να προσδιορίζεται ως «μία μόνη και αδιαίρετη» η οποία εκπηγάζει από το λαό και όχι από τις «κοινότητες» ή «τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους».

Η τουρκική πλευρά είναι προφανές ότι επιδίωξε υιοθέτηση των προνοιών του Σχεδίου Ανάν για την «κυριαρχία».
Οι πρόνοιες του Σχεδίου Ανάν (άρθρο 2 (1) (α) (β) και (γ) του Μέρους «Κύρια άρθρα» προνοούν:

– (1) (β): Ότι «η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση κυριαρχικά ασκεί τις εξουσίες που καθορίζονται στο Σύνταγμα, ώστε να διασφαλίζεται ότι η Κύπρος θα μπορεί να μιλά και να ενεργεί με μία φωνή διεθνώς και στην Ευρωπαϊκή Ένωση….» ενώ στο αμέσως επόμενο άρθρο αναφέρεται:

– (1) (γ): Οι συνιστώσες πολιτείες έχουν ίσο καθεστώς (status). Εντός των ορίων του Συντάγματος, αυτές θα ασκούν κυριαρχικά όλες τις εξουσίες που δεν ανήκουν («vested») δια του Συντάγματος στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση…)
Είναι προφανές από αυτές τις διατυπώσεις του Σχεδίου Ανάν, του οποίου τη νεκρανάσταση δεν αποκρύβει ότι επιδιώκει η τουρκική πλευρά, ότι η «κυριαρχία» δεν θα είναι «μία, μόνη και αδιαίρετη» αλλά θα είναι τρικέφαλος. Πολύ περισσότερο που επιδίωξη της τουρκικής πλευράς είναι το κατάλοιπο εξουσίας να αποτελεί κεκτημένο των «συνιστωσών πολιτειών». Κάτι που έγινε αποδεκτό στη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου.

Άκρως επικίνδυνη και η αποδοχή της τουρκικής απαίτησης να υιοθετηθεί, σε ότι αφορά την κυριαρχία, ότι «εκπηγάζει ισότιμα από τις δύο κοινότητες» όπως προέβλεπαν «οι Ιδέες Γκάλι» έστω και αν αντί της αναφοράς σε κοινότητες γίνεται αναφορά σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Όπως και η αναφορά σε «εσωτερική ιθαγένεια» που αναπόδραστα και αναπόφευκτα ενισχύει την τρικέφαλο κυριαρχία.

Οι συνομιλίες ξεκίνησαν και η τουρκική πλευρά κατέθεσε προτάσεις πανομοιότυπες με αυτές που καταθέτει τα τελευταία 40 χρόνια.

Σε ότι αφορά τη συμφωνία για συναντήσεις των διαπραγματευτών με την τουρκική και την ελληνική κυβέρνηση είναι προφανείς οι κίνδυνοι. Ιδιαίτερα η αμοιβαιότητα, δηλαδή και συνάντηση του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή με την Ελληνική Κυβέρνηση, ενέχει τεράστιους κινδύνους. Η Ελλάδα δεν είναι κατοχική δύναμη στην Κύπρο και δεν έχει καμιά αμοιβαιότητα σε αυτό με την Τουρκία. Δεν έχει το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία η συνάντηση με τον Ελληνοκύπριο διαπραγματευτή. Ο Ελληνοκύπριος διαπραγματευτής έχει πίσω του τη νομιμότητα και την Κυπριακή Δημοκρατία την οποία δεν αναγνωρίζει μόνο η Τουρκία. Ο Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής έχει πίσω του την τουρκική κατοχή στην Κύπρο και το ψευδοκράτος που επιδιώκει διεθνή αναγνώριση.

Ο κίνδυνος διολίσθησης σε «εκ νέου σύνεγγυς τετραμερή», είναι ορατός.

Παρά τις προσπάθειες δημιουργίας μεγάλων προσδοκιών και τεχνητής ευφορίας είναι ήδη σαφές ότι η τουρκική αδιαλλαξία, εκμεταλλευόμενη τη συμφωνία της 11ης Φεβρουαρίου, παραμένει άκαμπτη και αμετακίνητη. Ενώ το κείμενο αυτής της συμφωνίας μαζί με τη διαβόητη συμφωνία για τις «χιαστί» συναντήσεις οδηγεί σε αναβάθμιση του ψευδοκράτους. Οζτίλ Ναμί και Οζερσάι αλωνίζουν Ευρώπη, ΗΠΑ, ακόμα και Ρωσία, ως αναβαθμισμένοι εκπρόσωποι του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου».

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι ο ρωσικός παράγοντας που αποτελεί σταθερό στρατηγικό σύμμαχο της Κύπρου από τη δεκαετία του 1960 έχει ουσιαστικά αποκλεισθεί από τις συζητήσεις για το Κύπριακό.

Η μονοδιάστατη ταύτιση με την αμερικανική διπλωματία είναι φυσικό να προκαλεί ενόχληση στη Μόσχα με όλους τους συνεπακόλουθους κινδύνους. Σε συνδυασμό με τις πιέσεις των Αμερικανών για πλήρη ταύτιση Κύπρου και Ελλάδας στο θέμα της Ουκρανίας στοχοποιώντας τη Ρωσία ως δήθεν εχθρό.

Το χρέος μας είναι να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια να αποτρέψουμε τους οφθαλμοφανείς κινδύνους. Για διολίσθηση προς τις τουρκικές θέσεις. Για διπλή κυριαρχία, διπλή ιθαγένεια, συνομοσπονδιακή δομή, παρθενογένεση, μόνιμες παρεκκλίσεις από το κοινοτικό κεκτημένο μέσω κήρυξης της λύσης ως πρωτογενούς δικαίου.

Θα υποστηρίξουμε τον Πρόεδρο στις διαπραγματεύσεις μόνο στη βάση ενεργειών, πολιτικών, θέσεων και προτάσεων που θα ανακόπτουν την καταστροφική διολίσθηση που ήδη συντελείται.

Καλούμε το λαό μας να κλείσει τα αυτιά του στις σειρήνες του εφησυχασμού και της τεχνητής ευφορίας. Τον καλούμε σε αγωνιστική επαγρύπνηση. Οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και άμεσοι. Μόνο η λαϊκή αντίσταση μπορεί να τους αποτρέψει.