Του Αναστάση Θεοχαρίδη*
Η υφιστάμενη νομιμοποιητική βάση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, συνίσταται από τέσσερα διεθνή συμβατικά κείμενα, τα οποία επεγράφησαν σταδιακά, με το τελευταίο να κωδικοποιείται μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1949 στη Γενεύη. Τρία επιπρόσθετα Πρωτόκολλα, συμπληρώνουν τον βασικό κορμό του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Δυστυχώς, η ανθρωπότητα έπρεπε να γίνει μάρτυρας δύο Παγκοσμίων Πολέμων, για να ευαισθητοποιηθούν τα κράτη και να προχωρήσουν στην διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου, το οποίο να ρυθμίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των εμπόλεμων μερών.
Ας επανέλθουμε όμως στις τέσσερις βασικές Συμβάσεις, οι οποίες αποτελούν τη νομιμοποιητική βάση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Αναφορικά με την πρώτη Σύμβαση της Γενεύης (1864), αυτή έχει ως στόχο την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των τραυματιών πολέμου, οι οποίοι είναι μέλη ενόπλων δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, το Άρθρο 12 της εν λόγω Σύμβασης, ορίζει ότι οι τραυματισμένοι και άρρωστοι στρατιώτες, θα πρέπει να τυγχάνουν ανθρώπινης μεταχείρισης και επιπλέον απαγορεύεται ρητώς η θανάτωση τους. Τέλος, απαγορεύεται στα εμπόλεμα μέρη, να χρησιμοποιούν τους τραυματίες πολέμου σε βιολογικά πειράματα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι η εν λόγω Σύμβαση, αναγνωρίζοντας τον καταλυτικό ρόλο που δύναται να παίξει ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός, εν καιρώ πολέμου, περιέχει συγκεκριμένες πρόνοιες για το ρόλο και την δράση του τελευταίου (Άρθρο 9 Σύμβαση Γενεύης 1864).
Η δεύτερη Σύμβαση της Γενεύης (1906), πραγματεύεται την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ναυαγών, οι οποίοι αποτελούν μέλη θαλάσσιων ενόπλων δυνάμεων. Πιο συγκεκριμένα, τα Άρθρα 12 και 18 της εν λόγω Σύμβασης, υποχρεώνουν όλα τα αντιμαχόμενα μέρη, να προστατεύουν και να περιθάλπτουν τα μέλη τέτοιων αποστολών, δηλαδή τους τραυματίες, τους αρρώστους και τους ναυαγούς.
Η Τρίτη Σύμβαση της Γενεύης (1929), αφορά αποκλειστικά την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου. To άρθρο 16 της εν λόγω Σύμβασης, προβλέπει ότι όλοι οι αιχμάλωτοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με πνεύμα ισότητας, χωρίς να υφίστανται οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση, η οποία ενδεχομένως να στηρίζεται σε φυλετικούς, εθνοτικούς ή θρησκευτικούς λόγους.
Η Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης (1949), υπήρξε το αποτέλεσμα μιας ευρέως διαδεδομένης ανθρωπιστικής κινητοποίησης, η οποία στόχευε να ευαισθητοποιήσει την Παγκόσμια Κοινότητα, αναφορικά με θέματα ανθρωπιστικού δικαίου και εμπόλεμων καταστάσεων. Επιπλέον, οι φρικαλεότητες που απεκαλύφθησαν με τις Δίκες της Νυρεμβέργης, κινητοποίησαν κράτη και διεθνείς οργανώσεις, και ανέδειξαν την ανάγκη για εκσυγχρονισμό του μέχρι τότε υπάρχοντος κανονιστικού πλαισίου. Θα μπορούσαμε επομένως, να εκλάβουμε την συνομολόγηση της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης, ως κατάληξη όλων των πιο πάνω προσπαθειών.
Η εν λόγω Σύμβαση, εμπεριέχει ρητές διατάξεις για προστασία των αμάχων, κατά την διάρκεια ένοπλων συρράξεων. Το Άρθρο 27 της Σύμβασης, προβλέπει ότι όσοι εμπίπτουν στην κατηγορία «προστατευόμενα πρόσωπα», δικαιούνται να τύχουν σεβασμού της προσωπικότητας τους, της τιμής τους, της οικογένειάς τους, όπως επίσης και των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ανθρωπιά, και επιπλέον να προστατεύονται από οποιεσδήποτε πράξεις βίας. Ειδική πρόνοια υπάρχει για τις γυναίκες, οι οποίες δύναται να εξαναγκαστούν σε πορνεία ή να αναγκαστούν να βιώσουν οποιαδήποτε άλλη μορφή άσεμνης επίθεσης (βιασμός).
Με το πέρασμα του χρόνου, διαφάνηκε ότι οι τέσσερις προαναφερθείσες Συμβάσεις, δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετήσουν τον σκοπό για τον οποίο είχαν συνομολογηθεί, λόγω κυρίως του σύγχρονου τρόπου διεξαγωγής των ενόπλων συρράξεων, όπως και των εξελιγμένων πολεμικών μέσων, τα οποία χρησιμοποιούνταν. Προέκυψε λοιπόν η ανάγκη δημιουργίας ενός ανανεωμένου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο θα ελάμβανε υπόψη όλα τα νέα δεδομένα και θα τα ρύθμιζε αναλόγως. Έτσι, το 1977 καταλήξαμε στην υπογραφή δύο νέων Πρωτοκόλλων, ήτοι τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα Ι και ΙΙ. Το 2005 το Πρωτόκολλο ΙΙΙ, ήλθε να συμπληρώσει και/ή ολοκληρώσει, το ρυθμιστικό πλαίσιο του υφιστάμενου Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου.
Οι πιο πάνω διεθνείς κανόνες, τείνουν να ρυθμίζουν την συμπεριφορά και τις ενέργειες των αντιμαχόμενων πλευρών, όπως επίσης να θέτουν περιορισμούς σε σχέση με τα μέσα και τις μεθόδους που δύνανται να χρησιμοποιηθούν, σε τέτοιες καταστάσεις. Επιπλέον, συγκεκριμένες διατάξεις προβλέπουν και/ή επιβάλλουν την προστασία των θυμάτων, είτε αυτοί είναι μαχητές, είτε άμαχοι, είτε ακόμη και αιχμάλωτοι πολέμου.
Η υιοθέτηση του πιο πάνω κανονιστικού πλαισίου, από το σύνολο σχεδόν της Διεθνούς Κοινότητας, οδήγησε στην ανάληψη νομικής υποχρέωσης, από μέρους των κρατών/μερών, για ποινικοποίηση οποιασδήποτε ενέργειας που συνιστά παραβίαση των διατάξεων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Με άλλα λόγια, τα κράτη/μέρη υποχρεούνται να υιοθετήσουν και στο εσωτερικό τους, τέτοιους ποινικούς κανόνες, οι οποίοι θα καταστέλλουν και/ή θα τιμωρούν πράξεις που συνδέονται με εγκλήματα πολέμου. Επιπλέον, τα κράτη/μέρη υιοθετούν και/ή αποδέχονται τον κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας, με απώτερο σκοπό τα Ποινικά τους Δικαστήρια να έχουν αρμοδιότητα και/ή δικαιοδοσία, και άρα να επιλαμβάνονται παραβάσεων των προνοιών του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, οπουδήποτε και αν αυτές λάβουν χώρα.
Ακόμη μια σημαντική εξέλιξη στα πλαίσια του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, είναι η θέση σε ισχύ από την 1η Ιουλίου του 2002, του Καταστατικού του Μόνιμου Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης. Θα πρέπει όμως να τονισθεί, ότι στη δικαιοδοσία του Ποινικού αυτού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 5 (1) του Καταστατικού του, εμπίπτουν μόνο τα ακόλουθα εγκλήματα πολέμου:
– Το έγκλημα της γενοκτονίας
– Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
– Τα εγκλήματα πολέμου
– Το έγκλημα της επίθεσης
Αναμφίβολα, υπάρχουν πολλά ακόμη που θα πρέπει να γίνουν, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο διακαής πόθος όλων των ελεύθερων και δημοκρατικά σκεπτόμενων πολιτών του κόσμου, για ειρηνική επίλυση όλων των διεθνών και/ή περιφερειακών διαφορών. Πολλοί, δυνατόν να σπεύσουν να μας αμφισβητήσουν και να μας υπενθυμίσουν το γνωστό απόφθεγμα του Carl von Clausewitz “Krieg ist die Fortsetzung der Politik mit anderen Mitteln” (Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα), θέση την οποία εξέφρασε ο τελευταίος, μέσα από το διάσημο πόνημα του «Vom Kriege».
Η ιστορία όμως έχει καταδείξει, ότι όσο ικανός είναι ο άνθρωπος για το χείριστο, αλλά τόσο ικανός είναι και για το βέλτιστο. Έχοντας κατά νου αυτές τις διαχρονικές παραδοχές, προτιμούμε να υιοθετήσουμε τα σοφά λόγια ενός μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου:
«Ώσπερ γάρ και τελειωθέν βέλτιστον των ζώων ο άνθρωπος έστιν, ούτω και χωρισθέν νόμου και δίκης χείριστον πάντων» – Αριστοτέλης “Πολιτικά” (Α, 1,1253Α, 28).
*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος