Γ.Ελεγκτής: Η προσπάθεια Χάσικου για εκφοβισμό της Ε.Υπηρεσίας δεν θα περάσει

Σε σχέση με χθεσινά και σημερινά δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Αλήθεια», συμφερόντων της οικογένειας του Υπουργού Εσωτερικών, η Ελεγκτική Υπηρεσία αναφέρει τα ακόλουθα:

Από την πρώτη στιγμή που αναδείχθηκε το θέμα ενδεχόμενης παραβίασης από τον Υπουργό Εσωτερικών του άρθρου 3 του περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμου (στο εξής «ο Νόμος περί Ασυμβίβαστου»), ο Υπουργός και η εφημερίδα του προπαγανδίζουν ότι δήθεν υπήρχε αθωωτικό πόρισμα από τον Γενικό Ελεγκτή ως προς καταγγελία για ύπαρξη σύγκρουσης συμφέροντος μεταξύ της ιδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών και της διατήρησης συμφέροντος σε ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό. Επαναλαμβάνεται, δε, συνεχώς το ψέμα ότι υπήρχε αυτό το αθωωτικό πόρισμα το οποίο δήθεν απεκρύβη. Η Υπηρεσία μας εξήγησε με προχθεσινή ανακοίνωση της ότι στις 20 Φεβρουαρίου 2017 ενημερώσαμε τον βουλευτή και Πρόεδρο του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών κ. Γιώργο Περδίκη ότι από τα στοιχεία που μας είχε διαβιβάσει γι’ αυτό το θέμα, δεν είχαμε εντοπίσει την ύπαρξη κατάστασης σύγκρουσης συμφέροντος από πλευράς του Υπουργού Εσωτερικών σε σχέση με οποιαδήποτε νομοθεσία. Δηλαδή, δεν εντοπίσαμε ενδεχόμενη παραβίαση κάποιας νομοθεσίας. Είχαμε όμως κάνει ρητή αναφορά σε «καταστάσεις σύγκρουσης συμφέροντος στη σφαίρα της πολιτικής δεοντολογίας», εξηγώντας πως η εξέταση τους απλώς δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας μας εφόσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αφορούν ούτε και σχετίζονται με δημόσια δαπάνη και δεν επηρεάζουν δημόσια έσοδα. Καταλήξαμε, δε, με την εισήγηση προς τον κ. Περδίκη να απευθύνει τα ερωτήματα του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Κανένα αθωωτικό πόρισμα δεν υπήρξε και αναμένουμε να τερματιστεί η διασπορά αυτής της ψευδούς είδησης από τον Υπουργό και την εφημερίδα του.

Όσον αφορά στο κτήριο του Τμήματος Πολιτικής Αεροπορίας, η Υπηρεσία μας ενημέρωσε στις 21 Φεβρουαρίου 2017 την Επιτροπή Διερεύνησης Ασυμβιβάστου για τις διαπιστώσεις της ως προς το γεγονός ότι εταιρεία, στην οποία ο Υπουργός είναι μέτοχος με ποσοστό 60%, έχει σύμβαση με το κράτος από το 2007. Άρα η σύμβαση αυτή υπήρχε και την 1η Μαρτίου 2013 όταν ο Υπουργός αναλάμβανε καθήκοντα. Ο Νόμος περί Ασυμβίβαστου είναι σαφής πως, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν επιτρέπεται στον κρατικό αξιωματούχο να αποδεχθεί το προσφερόμενο σε αυτόν αξίωμα, εκτός αν προηγουμένως προβεί σε γραπτή δήλωση ανάληψης δέσμευσης για παραίτηση, αποξένωση ή τερματισμό, εντός ευλόγου χρόνου, από τη συγκεκριμένη οικονομική συναλλαγή, σχέση ή ιδιότητα που αποτελεί ασυμβίβαστο. Ο Υπουργός δεν το έπραξε. Ούτε τέτοια δήλωση έκανε, όπως ο ίδιος μας είπε προχθές, ούτε και έλαβε μέτρα για να άρει το ασυμβίβαστο. Αντίθετα, αν ισχύουν αυτά που γράφει η εφημερίδα του, απέκρυψε το γεγονός από την Επιτροπή Διερεύνησης Ασυμβίβαστου, γιατί έκρινε, λέει ο ίδιος, ότι δεν υπάρχει κανένα ασυμβίβαστο.

Επίσης, το ίδιο άρθρο του Νόμου απαγορεύει την υποβολή προσφοράς και/ή την ανάληψη από τον ίδιο τον αξιωματούχο ή από εταιρεία στην οποία συμμετέχει, οποιασδήποτε σύμβασης με το κράτος. Η εταιρεία του Υπουργού ανανέωσε στις 21 Ιανουαρίου 2016 τη σύμβασή της με το κράτος και λίγους μήνες αργότερα συμμετείχε και σε νέο διαγωνισμό, ανταγωνιζόμενη άλλη εταιρεία, και υπέβαλε δήλωση ενδιαφέροντος για το ίδιο κτήριο. Η ομάδα αξιολόγησης προέκρινε το κτήριο της εταιρείας του Υπουργού και υπήρξε απόφαση για σύναψη νέας σύμβασης με την εταιρεία αυτή για την περίοδο από την 1/1/2017 μέχρι 31/12/2019 και δικαίωμα ανανέωσης για άλλες δύο διετίες. Το κράτος εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να χρησιμοποιεί το κτήριο του Υπουργού συναλλασσόμενο με την εταιρεία του.

Υπενθυμίζουμε, δε, τον Υπουργό πως στον Κεντρικό Φορέα Στέγασης Κρατικών Υπηρεσιών, που αποφασίζει για την ενοικίαση των κτηρίων για στέγαση κυβερνητικών υπηρεσιών, εκπροσωπείται και το Υπουργείο του.

Η νομική πτυχή της υπόθεσης θα αξιολογηθεί από την αρμόδια Επιτροπή Διερεύνησης Ασυμβιβάστου και ενδεχομένως, και από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στους οποίους η Υπηρεσία μας καθηκόντως παρέπεμψε τα ευρήματά της, αφού η σχετική νομοθεσία προβλέπει κυρώσεις στην περίπτωση που οποιοσδήποτε παραλείψει να αποκαλύψει το ασυμβίβαστο ή προβεί σε ψευδείς ή αναληθείς δηλώσεις ενώπιον της Επιτροπής.

Η ηθική πτυχή της υπόθεσης αφορά στο γεγονός ότι ένας Υπουργός μετέχει και ελέγχει εταιρεία η οποία έχει σύμβαση με το κράτος. Οι αρχές ηθικής δεοντολογίας πλήττονται όταν δημόσιοι υπάλληλοι καλούνται να επιλέξουν μεταξύ προσφορών στις οποίες περιλαμβάνεται και προσφορά από εταιρεία ενός Υπουργού. Πλήττονται επίσης όταν δημόσιοι υπάλληλοι καλούνται να διαπραγματευτούν τα ενοίκια σε πολλές συμβάσεις που έχει συνάψει το κράτος (για παράδειγμα, για να τα μειώσουν λόγω οικονομικής κρίσης) και διαπιστώνουν πως μεταξύ των εταιρειών με τις οποίες θα πρέπει να διαπραγματευτούν, περιλαμβάνεται και εταιρεία ενός Υπουργού. Αυτές τις ηθικές αρχές θέλησε να προστατεύσει ο Νόμος περί Ασυμβίβαστου. Ενδεχομένως μάλιστα να πρέπει ο νόμος να επεκταθεί για να καλύψει και άλλες περιπτώσεις που ενώ συνιστούν παραβίαση των αρχών ηθικής δεοντολογίας, δεν συνιστούν σήμερα παραβίαση του νόμου. Η ανάγκη για τέτοια επέκταση των προνοιών του νόμου καθίσταται πιο επιτακτική όταν διαπιστώνεται πως υπάρχουν ακόμη πρόσωπα που ασκούν δημόσια εξουσία, τα οποία αντιμετωπίζουν με πλήρη απαξίωση, σε σημείο χλευασμού, τις αρχές ηθικής δεοντολογίας, αποκαλώντας τες «μασκαραλίκια».

Είχαμε ως Υπηρεσία, και πριν από ένα χρόνο, καλέσει τον Υπουργό Εσωτερικών να αντιληφθεί ότι όσο περισσότερο επιχειρεί να εκφοβίσει την Ελεγκτική Υπηρεσία, τόσο εντονότερη θα είναι η προσπάθειά της να περάσει στον πολίτη το μήνυμα ότι κανένας δεν είναι υπεράνω του νόμου. Η προσπάθεια εκφοβισμού (intimidation risk) των ελεγκτών είναι από χρόνια διεθνώς γνωστή στις Ελεγκτικές Υπηρεσίες και για τούτο ο Υπουργός να είναι βέβαιος ότι η προσπάθειά του θα πέσει στο κενό. Όπως στο κενό θα πέσει και η προσπάθειά του να επιβάλει στην κοινωνία προσαρμογή των αρχών ηθικής δεοντολογίας στα δικά του μέτρα και σταθμά.