Είναι ίσως η πιο σημαντική μεταρρύθμιση από την ημέρα σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, λέει ο Γενικός Εισαγγελέας
Το μεγάλο και πολύ σοβαρό θέμα της μεταρρύθμισης του Θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ξεκίνησε να εξετάζεται την Τετάρτη, 10 Σεπτεμβρίου 2025, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, όπου κλήθηκε για να παραθέσει τις θέσεις του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Γιώργος Λ. Σαββίδης. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας «ξεδίπλωσε» εν εκτάσει τους σοβαρούς προβληματισμούς και ανησυχίες του ως προς την σκοπιμότητα και τη συνταγματικότητα των εν λόγω μεταρρυθμίσεων για διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως αυτές προτείνονται και αντανακλώνται στα 38 νομοσχέδια που έχουν μέχρι σήμερα κατατεθεί από την εκτελεστική εξουσία στη Βουλή.
Ειδικότερα, μιλώντας ενώπιον των μελών της Επιτροπής και υπογραμμίζοντας ότι αλλαγές τόσο μεγάλης έκτασης και σημασίας πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή ώστε να μην διασαλευτεί ο δικοινοτικός χαρακτήρας του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο κ. Σαββίδης, σε μια πρώτη και ιστορική, όπως την χαρακτήρισε, συνεδρία της Επιτροπής Νομικών για το μείζων αυτό ζήτημα, αναφέρθηκε εκτενώς στο θέμα της σκοπιμότητας του διαχωρισμού των εξουσιών και στο θέμα της μη συνταγματικότητας των επιδιωκόμενων μεταρρυθμίσεων.
«Είχαμε μια μακρά συνεδρίαση στην Επιτροπή Νομικών της Βουλής, η οποία ήταν η πρώτη τοποθέτηση για τα νομοσχέδια που υπέβαλε το Υπουργείο Δικαιοσύνης για τον διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης τοποθετήθηκε ο κ. Υπουργός για τη σκοπιμότητα και το περιεχόμενο των σχετικών νομοσχεδίων και, όπως είθισται, τοποθετήθηκα υπό την ιδιότητά μου ως Γενικός Εισαγγελέας για τη σκοπιμότητα των συγκεκριμένων νομοσχεδίων, ιδωμένη από τη δική μας πλευρά, αλλά κυρίως για το θέμα της, κατά την άποψή μας, μη συνταγματικότητας των σχετικών νομοσχεδίων, τις ανησυχίες τις οποίες έχω για το κατά πόσον τα νομοσχέδια αυτά συνάδουν με το Σύνταγμα», είπε σε δηλώσεις του σε λειτουργούς των ΜΜΕ μετά από το πέρας της συνεδρίας, η οποία κράτησε πέραν των τεσσάρων ωρών.
Στις δηλώσεις του ο κ. Σαββίδης έθιξε επίσης εκ νέου το ζήτημα που τέθηκε κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της Επιτροπής Νομικών, το οποίο αφορά στο πώς είναι δυνατόν ο Γενικός Εισαγγελέας να παρουσιάζει τα νομοσχέδια όταν θεωρεί ότι αυτά είναι αντισυνταγματικά. Επαναλαμβάνοντας τη θέση που εξέφρασε ενώπιον της Επιτροπής, ο Γενικός Εισαγγελέας ξεκαθάρισε πως «από τη στιγμή που η βούληση της εκτελεστικής εξουσίας ήταν ότι ήθελε να προχωρήσει με τις τομές αυτές και μάς είχαν περιορίσει στο ότι ‘Αποφασίσαμε ότι θα το κάνουμε, πέστε μας αν μπορεί να γίνει με τον τρόπο που θέλουμε να το κάνουμε, αν είναι συνταγματικό η όχι’, προχώρησα και όρισα Συνταγματική Επιτροπή για να με βοηθήσει να διαμορφώσω γνώμη. Όλα είναι απολύτως διαφανή -έχουν δοθεί στο Υπουργείο και στη Βουλή και μπορείτε να εξασφαλίζετε όλοι, όλες τις θέσεις της Επιτροπής, οι οποίες διίστανται. Εκεί είναι καταγεγραμμένη και η δική μου η θέση, η οποία είναι ότι έχω σοβαρές επιφυλάξεις για τη συνταγματικότητα. Είχα την επιλογή ενδεχομένως να πω ότι δεν υπογράφω την αιτιολογική έκθεση, γιατί δεν θεωρώ ότι είναι συνταγματικά τα νομοσχέδια. Πιστεύω όμως ότι αν έκανα κάτι τέτοιο, θα δημιουργούσε ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα στην κανονική ροή των συνταγματικών εξουσιών των διαφόρων εμπλεκομένων Υπηρεσιών. Οπότε με αυτό το δεδομένο, υπέγραψα μεν τις αιτιολογικές εκθέσεις λέγοντας δε ότι έχω τις συνταγματικές μου επιφυλάξεις. Έχω επισυνάψει στις αιτιολογικές εκθέσεις τόσο τη δική μου λεπτομερή θέση όσο και τις λεπτομερείς θέσεις όλων των εμπειρογνωμόνων τους οποίους αξιοποίησα για να με βοηθήσουν στο θέμα της συνταγματικότητας.»
Ερωτηθείς από δημοσιογράφο για το ποιες θα είναι οι «ανυπέρβλητες συνέπειες» στις οποίες έκανε λόγο κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της Επιτροπής σε περίπτωση που τα νομοσχέδια λάβουν την έγκριση της Βουλής, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε σχετικά: «Στο Σύνταγμά μας υπάρχει ο προληπτικός και ο μεταγενέστερος έλεγχος. Προληπτικό έλεγχο -δηλαδή πριν κάποιο νομοσχέδιο γίνει νόμος- ασκεί μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αντιλαμβάνεστε ότι από τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιθυμεί τη θέσπιση αυτών των νομοσχεδίων σε νόμο, και από τη στιγμή που η Βουλή θα εγκρίνει τα νομοσχέδια, δεν θεωρώ ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εξασκηθεί αυτό το δικαίωμα του Προέδρου για τον προληπτικό έλεγχο, οπότε αναμένω ότι η πορεία πραγμάτων θα είναι να τα υπογράψει και βεβαίως, αυτό θα σημαίνει ότι στη συνέχεια υπάρχει ο κίνδυνος κάποιος ο οποίος επηρεάζεται από την εφαρμογή αυτών των νομοσχεδίων, να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητά τους στο δικαστήριο. Αυτός μπορεί να είναι κατά πάσα πιθανότητα ένας κατηγορούμενος, ο οποίος ενδεχομένως να κατηγορηθεί από τον Γενικό Δημόσιο Κατήγορο -που έτσι θα γίνει όταν μπουν σε ισχύ τα νομοσχέδια αυτά- και θα εγείρει θέμα κατά πόσο μπορεί ο Γενικός Δημόσιος Κατήγορος να προχωρήσει στην ποινική διαδικασία εναντίον του. Οπότε αναπόφευκτα, το θέμα θα καταλήξει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για να αποφασίσει τη συνταγματικότητα του νόμου. Αν προχωρήσουμε σε όλη αυτή τη διαδικασία και κάνουμε τη σύσταση των δύο διαφορετικών Υπηρεσιών, κάνουμε τις προσλήψεις, μεταφέρουμε προσωπικό, πάρουμε κτίρια, γραφεία κ.τλ. και κάποια στιγμή, μετά που θα μπει σε λειτουργία ο νόμος, κριθεί ότι αυτός είναι αντισυνταγματικός, αντιλαμβάνεστε ποιες είναι οι ανυπέρβλητες συνέπειες στις οποίες αναφέρθηκα.»
Κληθείς να σχολιάσει την εισήγηση του Προέδρου της Επιτροπής Νομικών κ. Νίκου Τορναρίτη όπως υιοθετηθεί μόνο η πρόταση για έλεγχο του «ανέλεγκτου» του Γενικού Εισαγγελέα, θέμα που θα αποφασίζει το Ανώτατο Δικαστήριο, και οι θητείες των αξιωματούχων, ο επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας σημείωσε ότι: «Υπάρχουν πολλές σκέψεις. Ακριβώς επειδή θεωρώ ότι ήταν μια πολύ σημαντική συνεδρία η σημερινή και πολύ κομβική, ίσως η πιο σημαντική μεταρρύθμιση από την ημέρα σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ήθελα ακριβώς να θέσω λεπτομερώς τη θέση μου. Επίσης, για να μην υπάρχει οποιαδήποτε παρεξήγηση ή παρερμηνεία, την έχω διανέμει γραπτώς και θα διανεμηθεί και επίσημα από το Γραφείο μου σε όλα ΜΜΕ, διότι θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό αυτό το νομοσχέδιο, αυτή τη μεταρρύθμιση.
Εμείς πιστεύουμε -και το έχουμε πει- ότι πέραν από τη συνταγματική ρύθμιση θα μπορούσε να γίνει εσωτερική ρύθμιση κάποιων θεμάτων, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να παρέμβουμε τόσο πολύ στο Σύνταγμα, δεδομένου ότι υπάρχει και η πιθανότητα να αγγίζουμε σε θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος. Αγγίζουμε σίγουρα σε δικοινοτικά άρθρα του Συντάγματος, τα οποία, όπως εξήγησα στην Επιτροπή, ενέχουν τους κινδύνους τους. Οπότε, ναι, ίσως μια άλλη λύση είναι να προσπαθήσουμε με ολιγότερο παρεμβατικό προς το Σύνταγμα τρόπο, να επιλύσουμε τα όποια προβλήματα κρίνονται ότι πρέπει να λυθούν. Αυτό όμως είναι θέμα το οποίο αφορά στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία. Δεν διεκδικώ ότι η οποιαδήποτε αλλαγή θα πρέπει να γίνει με δική μου συναίνεση επί της ουσίας, αλλά σίγουρα οφείλω ως Γενικός Εισαγγελέας να θέσω το θέμα της συνταγματικότητας. Δηλαδή, το νομικό κομμάτι.»
Σε σχόλιο δημοσιογράφου ότι το παρόν σύστημα δεν βοηθά τη διαφάνεια, με αποτέλεσμα ο κόσμος να μην έχει εμπιστοσύνη στο νομικό σύστημα, ο κ. Σαββίδης τοποθετήθηκε λέγοντας πως το θέμα της διαφάνειας στη Νομική Υπηρεσία πρέπει να ιδωθεί υπό συγκεκριμένο πρίσμα. «Ένα μεγάλο μέρος της κύριας εργασίας της Νομικής Υπηρεσίας, είναι η ποινική δίωξη. Όπως ανέφερα και εντός της Επιτροπής της Βουλής, παρά το ότι υπάρχει έντονη επιθυμία να δίδονται στη δημοσιότητα όλα τα πορίσματα, όλες οι εκθέσεις των ποινικών ανακριτών, έχω πει και πιστεύω αυτό είναι το ορθό, ότι δεν είναι σωστό ο Γενικός Εισαγγελέας, είτε για να ικανοποιεί τη δική του εικόνα είτε για να ικανοποιεί το λαϊκό αίσθημα, να δίδει ένα πόρισμα ελεύθερα στη δημοσιότητα και να επιτρέπεται με τον τρόπο αυτό να επέρχονται οι πολύ δραματικές συνέπειες που θα έχει και στην περαιτέρω δίωξη -αν το πόρισμα διαρρεύσει- αλλά και στο θέμα των μαρτύρων, οι οποίοι ενδεχόμενα να είναι σε κίνδυνο αν διαρρεύσει οποιαδήποτε μαρτυρία τους σε περίπτωση που δεν θα γίνει δίωξη.»
Κληθείς να τοποθετηθεί ως προς το ποια είναι η δική του θέση σε σχέση με τον διαχωρισμό των εξουσιών του Θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα καθώς, όπως ανέφερε εντός της συνεδρίας, δεν ζητήθηκε η γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας πριν από τη σύνταξη των νομοσχεδίων, ο κ. Σαββίδης είπε: «Εκείνο το οποίο έχω πει για να ακριβολογούμε, είναι ότι για πρώτη φορά μίλησα σήμερα δημόσια ως προς το ποια είναι η θέση μου όσον αφορά στο σκόπιμο της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης. Μέχρι τώρα μιλούσα για τις συνταγματικές μας ανησυχίες, αν αυτή η μεταρρύθμιση είναι συνταγματικά επιτρεπόμενη. Στο θέμα αυτό, κοιτάξαμε αν άπτεται θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, αν επηρεάζει τη βασική δομή του Συντάγματος, αν επηρεάζει τη δικοινοτικότητα και με αυτά τα κριτήρια -μετά που προέβηκα και στη σύσταση επταμελούς Επιτροπής από εμπειρογνώμονες- κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η νομοθεσία, κατά τη γνώμη μου, έχει πολλές πιθανότητες να προσκρούει στο Σύνταγμα.
Για το θέμα της σκοπιμότητας, πιστεύω ότι με την πρόοδο του χρόνου υπάρχει το ενδεχόμενο κάθε θεσμός να μπορεί να βελτιωθεί. Θα μπορούσαμε ενδεχόμενα να καταλήξουμε σε βελτίωση του θεσμού του Γενικού Εισαγγελέα προβαίνοντας σε εσωτερικά διορθωτικά μέτρα, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάσταση. Όταν το Κράτος Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2023 εισηγήθηκε να γίνεται έλεγχος και επανεξέταση των αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα στα θέματά της μη δίωξης ή της αναστολής ποινικών διώξεων -και μάλιστα μάς είπαν ότι μπορούμε να το κάνουμε είτε με εσωτερικό ιεραρχικό έλεγχο είτε με δικαστικό- στην έκταση που μπορούσαμε και ήταν στο χέρι μας είχαμε προχωρήσει να θέσουμε τα θεμέλια για να ετοιμάσουμε έναν εσωτερικό ιεραρχικό έλεγχο, με βάση τον οποίο η απόφαση για μη δίωξη ή για αναστολή θα μπορούσε να ελέγχεται εσωτερικά. Όταν στην πορεία η Κυβέρνηση αποφάσισε να καταθέσει τα νομοσχέδια, θεωρήσαμε ότι δεν είχε νόημα να προχωρήσουμε και περιμέναμε να δούμε την έκβαση. Αυτό που σίγουρα θα ανέμενα και το είπα στη Βουλή, είναι ότι τέτοιου μεγέθους, τέτοιας σημασίας, τέτοιας σοβαρότητας αλλαγές, θα ανέμενα ότι θα ξεκινούσαν με τη σύσταση μιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία να έχει εμπειρογνώμονες και από την Κύπρο και από το εξωτερικό -ακαδημαϊκούς, δικηγόρους, ενδιαφερόμενους, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος, κ.ά.- και αυτή η νομοπαρασκευαστική επιτροπή να αξιολογήσει το σημερινό σύστημα, να δει ποια είναι τα τρωτά σημεία και να εισηγηθεί επίλυση των διαφόρων τρωτών σημείων με βάση εκείνα τα οποία εντοπίζονται ως τα προβλήματα, ώστε να ξέρουμε ακριβώς πού πάμε, να ξέρουμε ακριβώς πού καταλήγουμε και να ξέρουμε ακριβώς τι είναι εκείνο το οποίο θέλουμε να πετύχουμε. Αυτό το πράγμα, στην έκταση που το έχω αναφέρει, δεν έχει γίνει. Αυτό σχολίασα στην ομιλία μου στη Βουλή. Αλλά, σεβόμενος πλήρως την πρόθεση της εκτελεστικής εξουσίας να προωθήσει το συντομότερο τα νομοσχέδια αυτά στη Βουλή, προχωρήσαμε κάνοντας τον νομοτεχνικό έλεγχο με πάρα πολύ πίεση – και πάρα πολλή χρονική και πάρα πολλή ανθρώπινη. Καταλήξαμε, και σήμερα είναι ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για συζήτηση.»
Τέλος, ως προς το θέμα της θητείας των οχτώ χρόνων του Γενικού Εισαγγελέα και του Γενικού Δημόσιου Κατήγορου, η οποία περιλαμβάνεται ως πρόνοια στα νομοσχέδια, και κατά πόσον ο ίδιος την κρίνει ως ορθή, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας απάντησε:
«Το σημαντικό, και το τονίζω αυτό, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας ή ο Γενικός Δημόσιος Κατήγορος να έχουν την ανεξαρτησία τους. Ότι σήμερα ο Γενικός Εισαγγελέας του Κράτους παρουσιάζεται στη Βουλή και εκφράζει ελεύθερα τη διαφωνία του για ένα κυβερνητικό νομοσχέδιο είναι, πιστεύω, ένα θετικό στοιχείο το οποίο δείχνει πόσο σωστά δουλεύει το δικό μας το σύστημα. Ο ανεξάρτητος αυτός αξιωματούχος μπορεί να εκφράζει τη διαφωνία του ακόμα και με τη βούληση και την πολιτική της κυβέρνησης. Γιατί το κριτήριο του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι η βούληση. Είναι η συνταγματικότητα. Το ότι μπορεί να το λέει, είναι ακριβώς γιατί είναι ανεξάρτητος και δεν μπορεί να τύχει οποιασδήποτε αρνητικής συνέπειας για τη διαφωνία του. Άρα εκείνο που πρέπει να μας ενδιαφέρει περισσότερο στη νέα νομοθεσία, είναι η διασφάλιση της πλήρους ανεξαρτησίας τόσο του Γενικού Εισαγγελέα όσο και του Γενικού Δημόσιου Κατηγόρου, οι οποίοι να είναι εντελώς απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε κυβερνητική επιρροή. Αν τα οκτώ χρόνια θα είναι οκτώ, ή επτά, ή εννιά, μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση από άλλες χώρες σε άλλες θέσεις. Δεν έχει πιστεύω ιδιαίτερη σημασία. Είναι καλό όμως πιστεύω να μην υπάρχει ανανέωση, διότι η ανανέωση ενδεχομένως να πλήττει την ανεξαρτησία, με την έννοια ότι αν κάποιος αναμένει πιθανότητα επαναδιορισμού, ενδεχομένως να μην έχει την ανεξαρτησία που πρέπει ώστε να μην ικανοποιήσει τις οποιεσδήποτε τυχόν επιθυμίες εκείνου που θα έχει το δικαίωμα να τον διορίζει σε περίπτωση δυνατότητας επαναδιορισμού.»