Γ. Εισαγγελέας: Ανησυχία για το «πού βαδίζει η κυπριακή Δικαιοσύνη σήμερα»

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Γιώργος Σαββίδης, παρευρέθη σήμερα στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, όπου συζητήθηκαν τα τρία σημαντικά νομοσχέδια που αποτελούν το πλαίσιο της Μεταρρύθμισης των Δικαστηρίων.

Σε γραπτή δήλωσή του αναφέρει: 

Παρευρέθηκα σήμερα, αποδεχόμενος σχετική πρόκληση, στη συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, όπου συζητήθηκαν τα τρία σημαντικά νομοσχέδια που αποτελούν το πλαίσιο της Μεταρρύθμισης των Δικαστηρίων.

Κατ’ αρχάς, επιθυμώ να συγχαρώ ξανά και δημοσίως τους βουλευτές της Επιτροπής Νομικών αλλά και τα κοινοβουλευτικά κόμματα που κατά τη συνεδρία της Ολομέλειας στις 5 Μαΐου 2022 ψήφισαν υπέρ της τροποποίησης του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα χρήσης και της αγγλικής γλώσσας στα υπό ίδρυση Εμπορικό Δικαστήριο και Ναυτοδικείο, τα οποία θα εκδικάζουν εξειδικευμένες υποθέσεις. Παρά τις οποιεσδήποτε περί του αντιθέτου απόψεις, οι οποίες είναι πάντοτε σεβαστές, η τροποποίηση αυτή είναι εξόχως σημαντική καθότι θα δημιουργήσει το υπόβαθρο προσέλκυσης σοβαρών διεθνών επενδύσεων στη χώρα μας, καθώς και θα βοηθήσει την Κύπρο να καταστεί κέντρο επίλυσης διαφορών. Είναι για τούτο που ακριβώς θέλω να επαναλάβω ότι, τα θέματα της Μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης δεν έχουν καμία πολιτική ή κομματική χροιά και γνωρίζοντας το υψηλό αίσθημα ευθύνης που διακατέχει τους βουλευτές και τα κοινοβουλευτικά κόμματα, θεωρώ ότι ως τέτοια θα αντιμετωπιστούν και τα υπό εξέταση μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Νομικών.

Πέραν τούτου, η παρουσία μου σήμερα στην Επιτροπή Νομικών είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αγωνίας αλλά και ανησυχίας που έχω -δεδομένου ότι η Νομική Υπηρεσία είναι ο μεγαλύτερος θεσμικός διάδικος ενώπιον των Δικαστηρίων- για το πού βαδίζει η κυπριακή Δικαιοσύνη σήμερα.

Ένα θέμα του οποίου τη σημασία επεσήμανα εκ νέου σήμερα στην Επιτροπή Νομικών, αφού τα προβλήματα των καθυστερήσεων στην εκδίκαση των υποθέσεων αποτελούν το μεγαλύτερο βαρίδι ενός συστήματος που βουλιάζει και που θα συνεχίσει να βουλιάζει διότι δεν εκσυγχρονίστηκε. Σε τούτη τη βάση, είναι που ανέλυσα σήμερα στους βουλευτές της Επιτροπής τις συνεχείς πρωτοβουλίες που ως Νομική Υπηρεσία λαμβάνουμε για το πώς μπορούμε να βοηθήσουμε στην περαιτέρω άμβλυνση του προβλήματος των δικαστικών καθυστερήσεων. Μεταξύ άλλων, έχω εισηγηθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο τρόπους απλοποίησης της διαδικασίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, όπως και την πιθανότητα στις ποινικές υποθέσεις να αυξηθεί η δικαιοδοσία του ενός δικαστή, ώστε να μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης 7 χρόνων αντί μέχρι 5 χρόνων όπως ισχύει σήμερα, κάτι που αναπόφευκτα θα περιορίσει τις υποθέσεις που αποστέλλονται για εκδίκαση στα Κακουργιοδικεία. Επίσης, βρίσκομαι σε διαβούλευση με το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς κατά πόσον θα μπορούσε η έκδοση κάποιων ενταλμάτων, όπως εντάλματα έρευνας, να καταστεί εφέσιμη αντί να αμφισβητείται με προνομιακά εντάλματα. Οι δε εφέσεις, θα πρέπει να εκδικάζονται σε σύντομο καθορισμένο χρόνο. Για τις εισηγήσεις μου αυτές, οι οποίες μπορούν να εξοικονομήσουν δικαστικό χρόνο, αναμένω τις απόψεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Τέλος, ως προς το θέμα των ανησυχιών που εκφράστηκαν περί πιθανής αντισυνταγματικότητας σε σχέση με τη δημιουργία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και το ενδεχόμενο επηρεασμού του Δικαίου της Ανάγκης, επανέλαβα σήμερα στην Επιτροπή Νομικών τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας -η οποία απεστάλη και γραπτώς- ότι, κατά τη γνώμη μας, η ψήφιση των νομοσχεδίων είναι συνταγματική βάσει του Δικαίου της Ανάγκης, το οποίο συνεχίζει να υφίσταται.

Πολύ παρόμοιο ζήτημα τέθηκε πρόσφατα στην Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου όταν αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα της δημιουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε εκεί τη δημιουργία των Διοικητικών Δικαστηρίων ως συνταγματική, καταλήγοντας ότι:

«Έπεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης, εν τη σοφία του, που δεν ελέγχεται δικαστικώς κατά πάγια νομολογία, όπως δεν ελέγχεται και η σκοπιμότητα μιας νομοθεσίας, ενήργησε κατά τρόπο νόμιμο έχοντας κρίνει ότι επέστη ο χρόνος μετά την πάροδο πολλών δεκαετιών από το 1964, ώστε η Βουλή των Αντιπροσώπων να συνδράμει στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης με τη δημιουργία Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το αντισυνταγματικό σε αυτή τη νομοθετική κίνηση ενίσχυσης της απονομής της δικαιοσύνης.»