Γιώργος Σεφέρης: Σαν σήμερα, βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας

Ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ και συγκεκριμένα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, στην τελετή απονομής που έγινε στην Στοκχόλμη, παρέλαβε το επίζηλο βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο.

«Για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας.

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης, 1900-1971) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου ή στις 13 Μαρτίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας και ήταν γιος του Στυλιανού και της Δέσπως Σεφεριάδη (το γένος Τενεκίδη). Ο Στυλιανός Σεφεριάδης υπήρξε διακεκριμένος ακαδημαϊκός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας (με πλουσιότατο επιστημονικό έργο) και διπλωμάτης.

Φράσεις του σπουδαίου ποιητή που έχουν μείνει στην ιστορία:

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.

Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον.

Η Ελλάδα, η χώρα των παράλληλων μονολόγων.

Ευνουχισμένοι διανοούμενοι, μικροί ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες.

Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια.

Σ’ αυτόν τον τόπο όπου όλοι είμαστε τόσο τραγικά αυτοδίδακτοι…

Κύριε, όχι μ’ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

[Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης] Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά.
Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη.

Καταλαβαίνει κανείς πως δουλεύει καλά, όταν κάθε περιστατικό, το πιο μικρό και ασήμαντο, της καθημερινής ζωής του και της σκέψης του, έρχεται, σαν μοναχό του, και βάζει ένα πετραδάκι στο πράγμα που φτιάνει.

Είναι δύσκολο ν’ απαλλαγεί ο κάθε άνθρωπος από τον αόρατο χορό των γερόντων που τον παρακολουθούνε σ’ όλη του τη ζωή.

Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.

Με τι καρδιά, με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος, πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή.

Τόσος πόνος τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στο ακρογιάλι.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα στο πρόσωπό της.

Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου χωρίς να πιω μια στάλα.

Τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους; «Ελένη»

Είπες εδώ και χρόνια: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»

Βαθιά ηχώ από την ιστορία της Ελλάδας είναι το ποιήμα που ακολουθεί, γραμμένο το 1937, πάλι σε δικτατορία, όταν ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος πρόβαλλε στον ορίζοντα:

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει