Αστυνομία: Προς διαλεύκανση οι δολοφονίες – Επικρίσεις για τη Βουλή

Ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, Ανδρέας Αγγελίδης,  σε δηλώσεις του απάντησε στην κριτική που δέχεται η Αστυνομία για τον χειρισμό από πλευράς της των εξαφανίσεων, καλώντας την Βουλή να της παρέχει τα απαραίτητα νομικά εργαλεία.

Η Αστυνομία είπε οδεύει προς  διαλεύκανση των πρωτοφανών υποθέσεων απαγωγής και δολοφονίας γυναικών και παιδιών που ήρθαν στο φως μετά την ανακάλυψη του πρώτου θύματος στο Μιτσερό,.

«Η Αστυνομία βρίσκεται ενώπιον ενός πρωτοφανούς εγκλήματος για τα κυπριακά δεδομένα», ανέφερε στις δηλώσεις του ο κ. Αγγελίδης.

«Πρώτο μέλημα μας είναι η πλήρης εξιχνίαση των υποθέσεων αυτών», πρόσθεσε.

Ο κ. Αγγελίδης σημείωσε ότι «για το σκοπό αυτό η ανακριτική ομάδα εργάζεται σκληρά, άοκνα και μεθοδικά, έτσι ώστε οι υποθέσεις αυτές που συγκλονίζουν την κυπριακή κοινωνία να αχθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να έχουν αίσια κατάληξη».

«Τα αποτελέσματα της έως τώρα πορείας των ανακρίσεων και ερευνών δείχνουν ότι οδηγούμαστε προς διαλεύκανση των υποθέσεων», είπε. Ωστόσο, πρόσθεσε ο κ. Αγγελίδης, «υπολείπεται ακόμα τεράστιος όγκος ανακριτικού έργου λόγω ακριβώς της πολυπλοκότητας των υποθέσεων».

Σύμφωνα με τον Εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας «υπάρχουν εξελίξεις οι οποίες έχουν ανακοινωθεί χθες σε σχέση με έρευνες που γίνονται σε διάφορους χώρους για εντοπισμό θυμάτων με βάση τις εξελίξεις όπως καταγράφονται».

«Εκείνο το οποίο έχει σημασία στη διερεύνηση αυτών των υποθέσεων είναι η μεθοδικότητα των ανακριτών ως προς την ανάκριση, αλλά και τη διερεύνηση των υποθέσεων. Αποτελούν το γεγονός και το συμπέρασμα για τις εξετάσεις και το πού βρισκόμαστε τώρα», ανέφερε.

Συνέχισε λέγοντας ότι η ανακριτική ομάδα η οποία διερευνά αυτή την υπόθεση μελετά το ανακριτικό έργο, το μαρτυρικό υλικό το οποίο υπάρχει έτσι ώστε να ετοιμαστεί αύριο και να παρουσιαστεί ο ύποπτος στο δικαστήριο, σε σχέση με την ανανέωση του διατάγματος κράτησης και βεβαίως με βάση και τις εξελίξεις.

Όσον αφορά τις εξετάσεις εκείνο το οποίο θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι το κάθε τι αξιολογείται πολύ προσεχτικά έχοντας υπόψη τις έρευνες και βεβαίως τις καταθέσεις και όλα όσα συμβαίνουν με στόχο τη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Σημείωσε ότι πολύ σύντομα η ανακριτική ομάδα θα ενισχυθεί από ειδικούς εμπειρογνώμονες από το ΗΒ οι οποίοι έχουν ανακληθεί κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας μέσω της Europol και ο ρόλος τους θα είναι συμβουλευτικός.

Όπως ήδη γνωρίζετε, ανέφερε ο κ. Αγγελίδης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας έχει διορίσει τριμελή επιτροπή για τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας. «Σκοπός της έρευνας είναι να εξεταστεί το ενδεχόμενο διάπραξης οποιωνδήποτε ποινικών ή πειθαρχικών αδικημάτων από μέλη μας κατά τη διερεύνηση των εξαφανίσεων, να διαπιστωθούν κενά, λάθη ή παραλείψεις και επίσης να υποβληθούν οι οποιεσδήποτε εισηγήσεις για βελτίωση των διαδικασιών, για αποτελεσματικότερη καταγγελιών σε σχέση με τα ελλείποντα πρόσωπα», είπε.

Σημειώνω, πρόσθεσε, ότι «αν υπάρχουν ευθύνες σίγουρα θα αποδοθούν».

Η Βουλή να δώσει στην Αστυνομία τα απαραίτητα νομικά εργαλεία

Αναφορά έκανε ο κ. Αγγελίδης στις κατηγορίες εναντίον της Αστυνομίας που βασίζονται κυρίως στο γεγονός ότι δεν είχε ζητηθεί από τη πρώτη εξαφάνιση διάταγμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και του απορρήτου της ιδιωτικής επικοινωνίας καθώς και άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών.

Σε ότι αφορά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα «με βάση τον νόμο του 183(Ι) του 2007 δεν επιτρέπεται η εξασφάλιση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από την Αστυνομία στις περιπτώσεις εξαφάνισης προσώπων», ανέφερε. Αυτό, πρόσθεσε, επιτρέπεται ρητά μόνο σε περιπτώσεις διάπραξης σοβαρών αδικημάτων που προνοούν ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων και άνω.

Σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη το 2007 η Αστυνομία είχε ζητήσει επίσημα με επιστολή της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως τη συμπερίληψη και των εξαφανίσεων και των απαγωγών κάτι που συμπεριλήφθηκε στο νομοσχέδιο. «Η πρόνοια αυτή στο νομοσχέδιο απορρίφθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων τον Νοέμβριο του 2007», είπε.

Αναγνωρίζοντας αυτή την ανάγκη το Υπουργείο στις 13 Ιουνίου το 2008 υπέβαλε νέα τροποποίηση στο νόμο υιοθετώντας τις εισηγήσεις της Αστυνομίας, ανέφερε, προσθέτοντας ότι περιέλαβε στο νομοσχέδιο τόσο τις περιπτώσεις εξαφάνισης όσο και τις περιπτώσεις απαγωγής.

Συνέχισε λέγοντας ότι την τροποποίηση συνυπέγραψε με αιτιολογική έκθεση, στις 2 Απριλίου 2008, ο τότε Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης. «Αναγνωρίζοντας μάλιστα την ανάγκη να ενεργεί η Αστυνομία χωρίς καθυστέρησης, ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι θα πρέπει ο αστυνομικός ανακριτής να μπορεί με επιστολή του να έχει πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα στις περιπτώσεις εξαφανίσεως ή και απαγωγής χωρίς την εξασφάλιση διατάγματος δικαστηρίου νοουμένου ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει ακολούθως τέτοιο διάταγμα μέσα σε 48 ώρες», είπε ο κ. Αγγελίδης.

Η Βουλή, πρόσθεσε, «ενέκρινε μόνο την περίπτωση της απαγωγής. Και πάλι, δυστυχώς, για δεύτερη φορά απέρριψε την περίπτωση εξαφάνισης προσώπων».

Μια δεύτερη κατηγορία η οποία εκτοξεύεται εναντίον της Αστυνομίας, ανέφερε ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, «είναι το γιατί δεν ζητήθηκε άρση της ιδιωτικής επικοινωνίας». Εξήγησε ότι ο σχετικός νόμος τροποποιήθηκε το 2015 και δεν καλύπτει τις περιπτώσεις εξαφανίσεων.

«Η Αστυνομία δικαιούται να ζητήσει να έχει πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας όπως σε κινητά, υπολογιστές, ταμπλέτες μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: στα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης ή ανθρωποκτονίας, εμπορίας προσώπων, εμπορίας, προμήθειας, καλλιέργειας ναρκωτικών, αδικήματα που σχετίζονται με το νόμισμα ή το χαρτονόμισμα, αδικήματα διαφθοράς όπου προβλέπεται φυλάκισης 5 ετών και άνω ή όταν κριθεί αναγκαίο για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας», διευκρίνισε.

Συνεπώς, ανέφερε ο κ. Αγγελίδης, «η Αστυνομία στις περιπτώσεις εξαφανίσεων δεν μπορεί να αιτηθεί για να έχει πρόσβαση για παράδειγμα σε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, emails, sms και γενικότερα σε οποιαδήποτε άλλη μορφή ιδιωτικής επικοινωνίας».

Σε σχέση με επικρίσεις ότι θα έπρεπε να ληφθούν τραπεζικοί λογαριασμοί., ανέφερε ότι η νομοθεσία δεν προνοεί την έκδοση για διατάγματα αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών παρά μόνο όταν σε περιπτώσεις που διερευνάται ποινικό αδίκημα.

Αναφορικά με τις προπληρωμένες κάρτες κινητής τηλεφωνίας, ενημέρωσε ότι εκκρεμεί από το 2010 ενώπιον της Βουλής η πρόταση για ταυτοποίηση των κατόχων προπληρωμένων καρτών η οποία υποστηρίχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και την Αστυνομία, «για να καταργείται ουσιαστικά η ανωνυμία».

«Αν η Αστυνομία είχε στα χέρια της όλα αυτά τα νομικά εργαλεία σε κάθε περίπτωση εξαφάνισης το έργο της θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό», σημείωσε ο κ. Αγγελίδης.

Αυτό, είπε, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι μόλις η Αστυνομία στις συγκεκριμένες υποθέσεις μπόρεσε με βάση την υφιστάμενη νομοθεσία να ζητήσει την έκδοση σχετικών διαταγμάτων μέσα σε λίγες ώρες κατάφερε να έχει στην κατοχή της στοιχεία που οδηγούν στη διαλεύκανση των υποθέσεων χάριν και στον επαγγελματισμό και την μεθοδικότητα που επέδειξαν τα μέλη που εργάζονται στην ανακριτική ομάδα.

«Ως εκ τούτου θα πρέπει να δοθούν τα πιο πάνω νομικά εργαλεία στην Αστυνομία όπως είναι το πάγιο και επαναλαμβανόμενο αίτημά της έστω και τώρα. Κάτω από το βάρος αυτής της συγκλονιστικής υπόθεσης, μια τέτοια εξέλιξη είναι προς το συμφέρον της δημόσιας τάξης και ασφάλειας», είπε ο Εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας.

Κάλεσε τα ΜΜΕ να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή στην κάλυψη του θέματος, να δείξουν υπομονή και αυτοσυγκράτηση, μέχρι την πλήρη διερεύνηση των υποθέσεων.

Εξέφρασε συλλυπητήρια προς τους οικείους των θυμάτων και διαβεβαίωσε ότι «θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για την πλήρη εξιχνίαση των υποθέσεων».

Ο κ. Αγγελίδης δεν θέλησε να απαντήσει σε περαιτέρω ερωτήσεις, λέγοντας ότι «όταν έρθει η ώρα θα απαντηθούν και τα οποιαδήποτε ερωτήματα».