Δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η δυνατότητα της Αστυνομίας για λήψη δειγμάτων DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και λοιπών μετρήσεων/στοιχείων από πρόσωπα που τελούν υπό σύλληψη
Τεράστιας σημασίας η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου για τις διωκτικές Αρχές στην προσπάθειά τους για πάταξη του εγκλήματος
Τεράστιας σημασίας εργαλείο στην προσπάθεια των διωκτικών Αρχών για πάταξη του εγκλήματος, αποτελεί η ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να κρίνει πλήρως συμβατό με το Σύνταγμα το Άρθρο 25 του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν. 73(Ι) 2004), το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα της Αστυνομίας για λήψη μετρήσεων, φωτογραφιών, δακτυλικών αποτυπωμάτων κ.λπ. από πρόσωπα που τελούν υπό νόμιμη κράτηση.
Η απόφαση εκδόθηκε την Παρασκευή, 12 Σεπτεμβρίου 2025. Την ίδια μέρα ακολούθησε, επί του ίδιου επίδικου Άρθρου, η έκδοση και δεύτερης απόφασης που απασχόλησε ως δεύτερη υπόθεση το Δικαστήριο, όπου ομόφωνα η Ολομέλεια του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου υιοθέτησε την προηγούμενη, σχετική απόφασή της.
Η συνταγματικότητα του Άρθρου 25 του περί Αστυνομίας Νόμου εξετάστηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο όταν πρόσωπο που τελούσε υπό κράτηση για διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατέθεσε αίτημα για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση του δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε για τη λήψη γενετικού υλικού του από την Αστυνομία, ώστε να γίνει σύγκριση, αναγνώριση και διερεύνηση των αδικημάτων που διερευνούνταν εις βάρος του.
Από τα θέματα που απασχόλησαν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν κατά πόσον το Άρθρο 15 του Συντάγματος, το οποίο διαλαμβάνει το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, παραβιάζεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 25 του περί της Αστυνομίας Νόμου.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αποδεχόμενο πλήρως τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε ότι το Άρθρο 15 του Συντάγματος και ειδικότερα η παράγραφος 2 αυτού, προβλέπει μέσω νόμου τον περιορισμό του δικαιώματος της προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Όπως ενδεικτικά καταγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου: «Υπό το πρίσμα αυτό, θεσπίστηκε το Άρθρο 25 του Νόμου [περί Αστυνομίας Νόμος], το οποίο υπηρετώντας νόμιμο σκοπό, εντός των πλαισίων της παραγράφου 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, στοχεύει στην προστασία “…της δημόσιας ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως”, ήτοι της πρόληψης και διαλεύκανσης εγκλημάτων και, συνακόλουθα, της προάσπισης των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων, θυμάτων εγκληματικών πράξεων».
Σύμφωνα με το Άρθρο 25(1)(α)(β) του περί Αστυνομίας Νόμου, η επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής για τη λήψη δειγμάτων/μετρήσεων και λοιπών στοιχείων, προϋποθέτει είτε τη συγκατάθεση του προσώπου είτε, στην περίπτωση που δεν συναινεί, την εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος, η έκδοση του οποίου αποτελεί αποτέλεσμα δικαστικής κρίσης, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν σειρά παραγόντων, στη βάση των περιστατικών κάθε υπόθεσης και εξισορροπώντας αφενός, το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και αφετέρου, της ανάγκης προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας τάξης και δικαιωμάτων των πολιτών.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τις υποθέσεις χειρίστηκαν οι: η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κα Πολίνα Ευθυβούλου, η Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας κα Χρίστια Κυθραιώτου, ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ κ. Βασίλης Μπίσσας και η Δικηγόρος της Δημοκρατίας κα Ηράκλεια Ζησίμου.