Αλληλογραφία Θάτσερ-Κυπριανού- Ντεκτάς

Καθόλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτουν τα νέα αποχαρακτηρισθέντα βρετανικά αρχεία (1980-1983) οι Βρετανοί πολιτικοί και διπλωμάτες που αναφέρονταν στο Κυπριακό τόνιζαν την προσήλωση του Λονδίνου στις διακοινοτικές συνομιλίες, υπό την αιγίδα των καλών υπηρεσιών του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών (πρώτα του Κουρτ Βαλντχάιμ και μετά του Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ).

Μετά την ανάδειξη του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία στην Ελλάδα, διατυπώνονταν ανησυχίες περί επιδίωξης της Λευκωσίας να διεθνοποιήσει το ζήτημα υπό την επιρροή των Αθηνών, όπως εκτιμούσαν οι Βρετανοί.

Εξάλλου, σε διάφορα έγγραφα καθορισμού πολιτικής του Φόρεϊν Όφις αναφερόταν ότι οι καλές σχέσεις με την κυπριακή κυβέρνηση ήταν σημαντικές λόγω των Βρετανικών Βάσεων, η απρόσκοπτη λειτουργία των οποίων εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την ελληνοκυπριακή καλή θέληση. Επίσης η Βρετανία είχε ευρύτερο ενδιαφέρον ως εγγυήτρια δύναμη, ενώ σε όλα αυτά έπρεπε να συνυπολογίζεται και η σημασία των καλών σχέσεων με την Τουρκία.

Η πρώτη αναφορά στο Κυπριακό εντοπίζεται σε μια περίληψη της συνάντησης Θάτσερ-Κυπριανού στην Ντάουνινγκ Στριτ στις 29/2/80. Ο Κύπριος πρόεδρος, σύμφωνα με το έγγραφο, απέδωσε την κατάρρευση της λεγόμενης συμφωνίας Κυπριανού-Ντενκτάς που προέβλεπε συνάντηση τον Ιούνιο του 1979 σε ξαφνική αλλαγή στάσης των Τουρκοκυπρίων. Όπως εξήγησε, είχαν απαιτήσει την αποδοχή της διζωνικότητας ως προϋπόθεση για την πρόοδο των συνομιλιών. Η διζωνικότητα, όπως την εννοούσαν, σήμαινε διχοτόμηση και όχι ομοσπονδία, σχολίασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, προσθέτοντας ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν απέκλειαν τη συζήτηση περί διζωνικότητας, αλλά δεν την αποδέχονταν ως προϋπόθεση. Ο Κυπριανού τόνισε δε ότι δεν ανέμενε ουδετερότητα από τη Βρετανία, αλλά στήριξη.

Τον Ιούλιο του επόμενου έτους, του 1981, ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία ενημέρωνε το Λονδίνο ότι ο Ντενκτάς είχε συμφωνήσει να υποβάλει προτάσεις των Τούρκων για το εδαφικό, το σύνταγμα και την ασφάλεια (σσ: ήταν η περίοδος των αποκαλούμενων τουρκοκυπριακών «περιεκτικών προτάσεων») χωρίς απόπειρα να κάνει τροποποιήσεις. Η αντίδραση των Βρετανών ήταν ότι οι προτάσεις έφερναν σε δύσκολη θέση την ελληνοκυπριακή πλευρά που έπρεπε – και αναμενόταν – να απαντήσει θετικά.

Στις αρχές Αυγούστου ο ειδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ούγκο Γκόμπι είχε αντιδράσει έντονα όταν ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Μητσοτάκης εξέφρασε απογοήτευση με τις προτάσεις. Σε αυστηρό ύφος ο Γκόμπι απάντησε ότι θα ήταν «ιστορικό λάθος» αν οι Ελληνοκύπριοι απέρριπταν τις προτάσεις. Στις 18 του ίδιου μήνα ο Νίκος Ρολάνδης εξηγούσε στο Βρετανό Ύπατο Αρμοστή στη Λευκωσία ότι το Εθνικό Συμβούλιο είχε αποδεχθεί τις προτάσεις, παρά την ανεπάρκειά τους. Ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών έθεσε παράλληλα πιθανότητα προσφυγής στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενδεχόμενο που συχνά μέσα στα έγγραφα χαρακτηρίζουν ανεπιθύμητο οι Βρετανοί.

Στις 12/10/81, ενόψει της «αξιολόγησης των ιδεών Βαλντχάιμ», περιγράφεται σε έγγραφο του μονίμου αντιπροσώπου της Βρετανίας στα Ηνωμένα Έθνη Άντονι Πάρσονς η συνάντηση Κυπριανού-Βαλντχάιμ, η οποία «δεν είχε πάει καλά». Η εκτίμηση του βοηθού ΓΓ Μπράιαν Ούρκουχαρτ ήταν ότι ο Κύπριος πρόεδρος είχε εμφανιστεί αδιάλλακτος και ότι δεν ήθελε γνήσια διαπραγμάτευση. Είχε πει δε πως ήθελε επιστροφή στη Γενική Συνέλευση. Δύο ημέρες αργότερα η δεύτερη συνάντηση Κυπριανού-Βαλντχάιμ χαρακτηριζόταν «πολύ δυσάρεστη». Κυπριανού και Ρολάνδης είχαν δηλώσει έκπληκτοι με τις ιδέες του Ούγκο Γκόμπι που προωθούνταν από τον ΓΓ. Η αίσθηση ήταν ότι ο Κύπριος πρόεδρος πόνταρε στη νίκη Παπανδρέου στην Ελλάδα στις εκλογές που διεξάγονταν λίγες ημέρες μετά.

Λίγους μήνες αργότερα, αναφερόμενος στην επίσκεψη Παπανδρέου στην Κύπρο (27/2-1/3/82) ο Βρετανός Ύπατος Αρμοστής στη Λευκωσία εντόπιζε αναφορές σε διεθνοποίηση του ζητήματος, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Οι Κύπριοι είναι πανέτοιμοι να πιστέψουν ότι άλλοι μπορούν και οφείλουν να λύσουν τα προβλήματά τους. Ο Παπανδρέου θα ενίσχυσε αυτή την ψευδαίσθηση». Ο Έλληνας ηγέτης είχε μιλήσει ξεκάθαρα για ανάγκη διαχωρισμού της διακοινοτικής από τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού.

Στις 4/3/82 ο Παπανδρέου απέστειλε γράμμα στην Θάτσερ καταθέτοντας επίσημα σκέψεις διεθνοποίησης του Κυπριακού, κάτι που το Φόρεϊν Όφις εσωτερικά χαρακτήρισε «ανάθεμα» για την τουρκική πλευρά. Στην απάντησή της με ημερομηνία 25/3/82 η Βρετανίδα πρωθυπουργός σημείωνε ότι ήταν απαραίτητο να αποφευχθούν ενέργειες που θα υπονόμευαν τις διακοινοτικές συνομιλίες. «Λύση θα επιτευχθεί μόνο μέσω συμφωνίας μεταξύ των Κυπρίων», κατέληγε η επιστολή Θάτσερ. Διαβάζοντας τέσσερις ημέρες αργότερα αντίγραφο της επιστολής, ο νέος ΓΓ του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ είπε στους Βρετανούς διπλωμάτες ότι απηχούσε απόλυτα τις απόψεις του.

Στις 27 και 30/12/82 ο Ραούφ Ντενκτάς με επιστολές του προς τη Μάργκαρετ Θάτσερ επέκρινε τη στάση που τηρούσε στο Κυπριακό ο Ανδρέας Παπανδρέου, με βασική αιχμή ότι «κυριαρχούσε» και «υπαγόρευε» στους Κυπρίους πολιτικές. Το Φόρεϊν Όφις έκρινε ότι ο Ντενκτάς υπερέβαλλε και ότι πιθανότατα αντιδρούσε σε κατηγορίες ότι η δική του πολιτική υπαγορευόταν από την Άγκυρα, προσπαθώντας να υπαινιχθεί ότι υπήρχε ανάλογη σχέση Αθηνών-Λευκωσίας. Η σχέση μεταξύ Ελλάδας και Ελληνοκυπρίων όμως δεν ήταν τόσο απλή, ανέφερε το έγγραφο και ο Ντενκτάς έκανε λάθος όταν έλεγε π.χ. ότι η Αθήνα είχε υπαγορεύσει την ελληνοκυπριακή πολιτική στο πρόβλημα των αγνοουμένων και την προσφυγή στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

Το φθινόπωρο του 1983 ήταν η σειρά των λεγόμενων «δεικτών Ντε Κουέγιαρ». Σύμφωνα με έγγραφο της βρετανικής μόνιμης αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη, η αντίδραση του Κυπριανού στη συνάντηση με τον ΓΓ στις 30/9/83 ήταν αρκετά «εποικοδομητική και θετική». Τόσο όμως ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τουρκμέν όσο και ο Ντενκτάς είχαν απορρίψει τους «δείκτες» που είχαν τεθεί προς συζήτηση ως μεθοδολογία. Οι διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών φοβούνταν ότι η συμφωνία που παρόλα αυτά διατύπωσε ο Ντενκτάς για την επανέναρξη διακοινοτικών συνομιλιών (πιθανότατα υπό την πίεση του Τουρκμέν) προμήνυε ένα τελεσίγραφο προς την ελληνοκυπριακή πλευρά. Αν δε συμμορφωνόταν με τις θέσεις του ο Κυπριανού, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης θα προέβαινε σε ανακήρυξη «ανεξάρτητου κράτους».

Στα τέλη του Οκτωβρίου 1983 Βρετανοί και Ελληνοκύπριοι εξέφραζαν πια ανοιχτά στις μεταξύ τους επαφές ανησυχίες για τη διαφαινόμενη μονομερή ανακήρυξη «ανεξαρτησίας» από τον Ντενκτάς. Μετά την επιβεβαίωση των ανησυχιών οι πρωτοβουλίες των Βρετανών ως προς το Κυπριακό επικεντρώθηκαν στο κάλεσμα σε τριμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων, τις οποίες απέρριπτε η ελληνική πλευρά όσο υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες στην Κύπρο.

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1983 έγγραφο του Φόρεϊν Όφις ενόψει συνάντησης Θάτσερ-Παπανδρέου στην Αθήνα εκτιμούσε ότι υπήρχε μικρή προοπτική να μπορούσε η Βρετανία να παίξει έναν επιτυχή ηγετικό ρόλο στο Κυπριακό. «Μια τέτοια προσέγγιση θα παρουσίαζε σημαντικά μειονεκτήματα», ανέφερε το σημείωμα. Σημειωνόταν επίσης ότι η επιρροή της Βρετανίας επί της Τουρκίας ήταν πολύ περιορισμένη.