Αγγελίδης: Άμεση απειλή προς τη Δικαιοσύνη το αίτημα για παραίτησή μου

Διάσκεψη Τύπου σε σχέση με την απόφαση N.T. v Cyprus του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) παραχώρησε σήμερα, στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Σάββας Α. Αγγελίδης.

Η τοποθέτηση του κ. Αγγελίδη έχει ως ακολούθως:

«Θα ξεκινήσω την τοποθέτησή μου με τον θεσμικό μου ρόλο σε σχέση με τη γνωστή απόφαση του ΕΔΔΑ N.T. v Cyprus, η οποία τις τελευταίες μέρες απασχολεί όλους μας, και για την οποία έχω υποχρέωση να εξηγήσω, χωρίς βέβαια να υπεισέλθω με κάθε λεπτομέρεια, στις ενέργειες που έγιναν από τη Νομική Υπηρεσία.

Υπενθυμίζω ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση έγινε καταγγελία και διερευνήθηκε από την Αστυνομία. Αποφασίστηκε από τη Νομική Υπηρεσία, από εμάς, από τους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας οι οποίοι επωμίζονται αυτόν τον ρόλο -μετά που εξετάστηκε το μαρτυρικό υλικό και πέρασε όλη τη διαδικασία- η ποινική δίωξη συγκεκριμένου προσώπου. Καταχωρίσθηκε η ποινική υπόθεση. Μετά από την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, προέκυψαν νέα στοιχεία και συμπληρωματικές καταθέσεις. Αυτά τα νέα στοιχεία είχαμε υποχρέωση να τα αξιολογήσουμε, και η ομάδα δικηγόρων της Νομικής Υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, αξιολογήσαμε τα νέα στοιχεία. Δόθηκαν οδηγίες και υπήρχε επικοινωνία με την παραπονούμενη. Η απόφασή μας είναι γνωστή σε όλους: Αποφασίστηκε, στην ουσία, ότι διακόπτεται η ποινική δίκη, η οποία -επαναλαμβάνω- καταχωρίσθηκε, με ένα σκεπτικό το οποίο είχε τη δική του σημασία μακριά από σκοπιμότητες. Και διαβάζω αυτό το σκεπτικό, το μέρος εκείνο δηλαδή το οποίο επιβεβαιώνει το προηγούμενο το οποίο έχω αναφέρει. Το αναφέρω, διότι αποφασίστηκε και κοινοποιήθηκε, και δεν είναι κάτι το οποίο επηρεάζει πλέον τον οποιονδήποτε: ‘Η αποτυχία μέσα από μια δικαστική διαδικασία η οποία είναι ένα σοβαρό ενδεχόμενο υπό τις περιστάσεις, με την κρίση την οποία έχουμε αποφασίσει, ως εξήγησα πιο πάνω σε ένα δισέλιδο της απόφασης που αφορά στην υπόθεση, θα στείλει λανθασμένο μήνυμα για τέτοιες υποθέσεις. Αυτό που εννοώ, είναι ότι από τη στιγμή που γίνεται καθολική προσπάθεια από τους αρμόδιους με μοναδικό σκοπό να αντιμετωπίσουμε τέτοιας φύσεως αδικήματα και να καλέσουμε τα θύματα να καταγγέλλουν τέτοια γεγονότα στις αστυνομικές Αρχές, εάν υπάρχει μια σειρά από απόρριψη τέτοιας φύσεως υποθέσεων από τα δικαστήρια, τότε δημιουργείται ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Πιθανόν να δοθεί η λανθασμένη εντύπωση ότι τέτοιες υποθέσεις δεν έχουν τη θετική κατάληξη στο δικαστήριο. Ξεκαθαρίζω ότι ο παράγοντας χρόνος, δηλαδή «πότε» έγινε η καταγγελία, δεν έπαιξε καμία σημασία στην απόφασή μου, αναγνωρίζοντας ότι σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, το χρονικό διάστημα που πέρασε από το ισχυριζόμενο συμβάν μέχρι την καταγγελία δεν είναι αρνητικό στοιχείο, όπως προφανώς θα ήταν για άλλου είδους αδικήματα.’ Αυτό ήταν το σκεπτικό τον Δεκέμβριο 2021.

Δεν έχω πρόθεση να αναφερθώ σε κάτι περισσότερο, έστω και αν η ίδια η απόφαση δίνει λεπτομέρειες, για να μην εκληφθεί ότι αμφισβητούμε τα όποια ευρήματα του ΕΔΔΑ αλλά ούτε και να επαναλάβουμε λεπτομέρειες που επηρεάζουν τρίτα πρόσωπα. Η αναφορά του ΕΔΔΑ, στην ουσία, αναλύει τη μεθοδολογία, τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες που υπήρχαν και εφαρμόζονταν από τις κυπριακές Αρχές. Η κατάληξη ήταν ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και η εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη υπόθεση, οδήγησαν σε παραβίαση των δικαιωμάτων της παραπονούμενης.

Η απόφαση δίνει κατεύθυνση προς τις Αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Νομικής Υπηρεσίας, για αναβάθμιση της εκπαίδευσης, των πρωτοκόλλων, ακόμα και του λεκτικού μιας απόφασης για να αποφεύγεται, μεταξύ άλλων, η θυματοποίηση εκ νέου του θύματος. Στην ουσία, είναι μια δικαστική απόφαση που διαφωνεί με το σκεπτικό της απόφασης του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και αναγνωρίζει παραβίαση δικαιωμάτων. Την ίδια ώρα, η ίδια απόφαση δεν παραγνωρίζει την υποχρέωση για το ισοζύγιο μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προστασίας του θύματος και των δικαιωμάτων του υπόπτου. Επαναλαμβάνω: Καταχωρήθηκε η υπόθεση, άρα δεν επέδειξε αδιαφορία ή μεροληψία η Νομική Υπηρεσία. Η αναστολή της υπόθεσης, όταν προέκυψαν νέα στοιχεία, ήταν καθαρά κρίση μετά από την αξιολόγηση αυτής της νέας μαρτυρίας. Το σκεπτικό της αναστολής αναφέρθηκε: Θα απέτρεπε θύματα από το να καταγγέλλουν τέτοιου είδους περιστατικά.

Διαφορετική ήταν η άποψη, μέσω της απόφασης του ΕΔΔΑ, ότι οι αντιφάσεις που αναδείξαμε δεν θα έπρεπε να διατυπωθούν με το λεκτικό που αναφέρθηκε και θα έπρεπε να εξισορροπηθεί με άλλα στοιχεία που υπάρχουν. Επαναλαμβάνω όμως και τονίζω: Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε κακή πίστη, ή καταχρηστική διαδικασία, ή αλλότρια κίνητρα, ή πρόθεση για παραβίαση των δικαιωμάτων του θύματος.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ -όχι μόνο αυτή αλλά και εκείνη του Φεβρουαρίου 2025 που όλοι γνωρίζουμε και που αφορούσε σε παρόμοιας φύσεως αδικήματα- αναμφίβολα καθορίζουν καλές πρακτικές για διαχείριση υποθέσεων σεξουαλικής βίας.

Επίσης, προκύπτει ότι και οι δύο αποφάσεις αφορούν δύο διαφορετικές περιόδους, όπου στην ηγεσία της Νομικής Υπηρεσίας ήταν διαφορετικά πρόσωπα. Κάτι που φανερώνει ότι το όλο θέμα ήταν διαδικαστικό, θεσμικό, και όχι προσωπικό, όπως επιχειρείται να παρουσιαστεί. Άρα όλες οι φωνές θα έπρεπε να ήταν προς την κατεύθυνση καθορισμού διαδικασιών που να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη την ερμηνεία του ΕΔΔΑ για αυτά τα θέματα. Εμείς, ως Νομική Υπηρεσία, αυτό το πράττουμε από το 2022. Σε ανύποπτο χρόνο και χρονικά πολύ πιο πριν από την πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ ή ακόμα και από αυτήν του Φεβρουαρίου 2025. Δυστυχώς όμως, και οφείλω να το πω, χωρίς να μπω σε αντιπαράθεση με κανένα, ζούμε σε εποχές όπου ο τίτλος και οι ατάκες είναι τέχνη και επιστήμη για να επιτύχουν κάποιοι άλλους σκοπούς, εκτός από την έγνοια για προστασία των θυμάτων. Αντίθετα, εκθέτουν περισσότερο τα θύματα, τα άτομα, τις οικογένειες, εκθέτουν ανήλικους σε κινδύνους και καταπατούν οι ίδιοι δικαιώματα και ‘βιάζουν’ αξιοπρέπειες.

Επανέρχομαι όμως για να σας εξηγήσω πώς αξιολογήσαμε τη συγκεκριμένη απόφαση του ΕΔΔΑ. Έχουμε υποχρέωση να λάβουμε και ατομικά μέτρα αλλά και γενικά μέτρα. Σε σχέση με τα ατομικά μέτρα, σας ενημερώνω ότι από χθες ενημερώσαμε τη δικηγόρο της παραπονούμενης για τις προθέσεις μας και αναμένουμε ανταπόκριση. Όσον αφορά στα γενικά μέτρα, θα κάνω αναφορά σε όλες τις ενέργειες που έγιναν από το 2022 αλλά και που θα γίνουν στο μέλλον, οι οποίες και θα κοινοποιηθούν στο χρονικό στάδιο το οποίο δικονομικά υπάρχει υποχρέωση προς το ΕΔΔΑ για συμμόρφωση. Είναι συνεχής αυτή η προσπάθεια που αφορά σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, δεν είναι στάσιμη.  Απλώς θέλω, συνεπής με την αρχική δήλωση που έχω κάνει [σ.σ. ημερομηνίας 4.7.2025], να σας πω περιληπτικά, χωρίς να αναλωθεί χρόνος επί αυτού -παρόλο που αν με ρωτά κάποιος, αυτή είναι η ουσία που πρέπει όλοι να ενσκήψουμε- τις ενέργειες που κάναμε ως Νομική Υπηρεσία από το 2022:

  • Συμμετοχή λειτουργού της Νομικής Υπηρεσίας στον Εθνικό Συντονιστικό Φορέα για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών.
  • Ουσιαστική συμβολή της Νομικής Υπηρεσίας στη διαμόρφωση και τον νομοτεχνικό έλεγχο της σχετικής νομοθεσίας που ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
  • Ανοικτή συζήτηση με τη συμμετοχή νομικών λειτουργών, στη Νομική Υπηρεσία, με την Επίτροπο Ισότητας των Φύλων.
  • Πραγματοποίηση σεμιναρίου από λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας προς λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας για θέματα μαρτυρίας στο Δικαστήριο σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης. Ήταν ειδικά για μαθητές, γιατί αφορούσε το συγκεκριμένο θέμα τα σχολεία.
  • Το 2024, διοργανώθηκε από την Υπηρεσία του Τομέα Ποινικού Δικαίου συνάντηση με τους δημόσιους κατήγορους και με αστυνομικούς ανακριτές, με θέμα τον χειρισμό των υποθέσεων σεξουαλικών αδικημάτων κατά γυναικών.
  • Το 2022, διοργανώθηκε επιμορφωτικό σεμινάριο σε σχέση με την καλύτερη παρουσίαση ποινικών υποθέσεων που αφορούν σε αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης με θύματα τα παιδιά και με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, αναπληρώτριας Καθηγήτριας της Εγκληματολογική Ψυχολογίας από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
  • Εκπαίδευση λειτουργών Τομέα Ποινικού Δικαίου και Δημοσίων Κατηγόρων, μεταξύ άλλων, για τις οδηγίες σε ποινικούς φακέλους σε σχέση με τις υποθέσεις έμφυλης βίας, για το λεκτικό το οποίο πρέπει να αναφέρεται, τον τρόπο χειρισμού των υποθέσεων και τον κώδικα δεοντολογίας.
  • Σε συνεργασία με τη Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία, συμμετοχή νομικών λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας σε επί τόπια εκπαίδευση στη Γλασκόβη.
  • Διοργάνωση σεμιναρίου στη Νομική Υπηρεσία, σε συνεργασία με τη Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία, με ομιλήτριες δύο δημόσιες κατήγορους από τη Σκωτία, σε σχέση με τον χειρισμό ευάλωτων θυμάτων στη δικαιοδοσία της Σκωτίας.
  • Εντός του 2025, προγραμματίζεται η παρουσίαση, από εξειδικευμένους εμπειρογνώμονες, του θέματος ‘Χειρισμός ευάλωτων μαρτύρων’.
  • Εξωτερικά σεμινάρια που παρακολούθησαν λειτουργοί του Ποινικού Τομέα της Νομικής Υπηρεσίας σε σχέση με την εμπορία προσώπων αλλά και με θέματα σεξουαλικής κακοποίησης γυναικών, με  συμμετοχή σε συνέδρια στο εξωτερικό. Τα συνέδρια αυτά θα παρουσιαστούν με μοναδικό σκοπό να διαφανεί στην ουσία το μέλημα που υπάρχει για συνεχή αναβάθμιση αυτών των ζητημάτων που όντως απασχολούν και μας απασχόλησαν -επαναλαμβάνω- πριν καν την απόφαση Φεβρουαρίου 2025 του ΕΔΔΑ αλλά και την μόλις πρόσφατη.
  • Συστάθηκε ομάδα στη Νομική Υπηρεσία που υπέβαλε εκτεταμένες εισηγήσεις για εκσυγχρονισμό των αδικημάτων σεξουαλικής βίας.
  • Στο πλαίσιο των μελλοντικών δράσεων της Νομικής Υπηρεσίας, είναι η κατάρτιση πρωτοκόλλου για την αξιολόγηση των καταγγελιών και υποθέσεων έμφυλης βίας, η ενίσχυση των υποχρεωτικών σεμιναρίων επιμόρφωσης, η σύσταση εσωτερικού μηχανισμού εποπτείας. Έχει ήδη καταρτιστεί έγγραφο που προβλέπει θεσμοθετημένη εσωτερική διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για αναστολές ποινικών διώξεων και των αιτήσεων των θυμάτων για άσκηση ποινικής δίωξης. Αυτό το έγγραφο κοινοποιήθηκε επίσης στην Επιτροπή Rule of Law. Η δημοσιοποίησή του αναβλήθηκε προσωρινά εξαιτίας της ετοιμασίας και της προώθησης των νομοσχεδίων για τον διαχωρισμό της Νομικής Υπηρεσίας.

Δεν μπορώ να παραβλέψω τα αιτήματα, τους βομβαρδισμούς, όσον αφορά στο ζήτημα παραίτησης. Θεωρώ ότι το συγκεκριμένο αίτημα, για εμένα, θεωρείται ως άμεση απειλή προς τη Δικαιοσύνη.

Βασικά αυτοί, που χωρίς καν να διαβάσουν την απόφαση, ξεκίνησαν οργανωμένα και χτυπούν τον Θεσμό αλλά και εμένα προσωπικά, στην ουσία επιχειρούν να επιβάλουν είτε στη Νομική Υπηρεσία, είτε στον Γενικό Εισαγγελέα, είτε στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα, είτε στους δημόσιους κατήγορους και στο μέλλον στα δικαστήρια, να αποφασίζουν με συγκεκριμένο τρόπο. Επιχειρούν να επιβάλλουν αποφάσεις και να αφαιρέσουν την ελεύθερη κρίση από τη Δικαιοσύνη.

Ερωτώ: Ποια είναι η διαφορά μεταξύ της απόφασης του δημόσιου κατήγορου να μην προωθήσει μια υπόθεση γιατί θεωρεί ότι η πιθανότητα καταδίκης είναι μικρή και της απόφασης ενός δικαστηρίου να κρίνει το θύμα ως αναξιόπιστο και να απαλλάξει τον θύτη. Θα ζητήσουμε την παραίτηση του δικαστή γιατί έκρινε ότι το θύμα είναι αναξιόπιστο; Ζητήσαμε την παραίτηση δικαστών σε υποθέσεις που προωθούνται και προωθήσαμε για παρόμοιας φύσεως αδικήματα, οι οποίες κρίθηκαν από το δικαστήριο, με πολυσέλιδες αιτιολογήσεις, ως προς την αναξιοπιστία των θυμάτων; Σε περίπτωση αθώωσης ενός κατηγορουμένου, θα ζητούμε την παραίτηση του Εισαγγελέα γιατί αποφάσισε να προωθήσει την υπόθεση και γιατί παραβιάστηκαν δικαιώματα του κατηγορούμενου; Θα πρέπει να παραιτείται ένας πρωτόδικος δικαστής γιατί ανατράπηκε η απόφασή του από το Εφετείο; Θα πρέπει να παραιτούνται δικαστές εφέτες γιατί ανατράπηκε η απόφασή τους από το τριτοβάθμιο δικαστήριο;

Και επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, την ημέρα της έκδοσης της συγκεκριμένης απόφασης, εκδόθηκε ακόμη μία απόφαση που νομίζω ότι όλοι πάλι γνωρίζουμε, η ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ και ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ εναντίον Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απόφαση αφορά σε ένα πολύ ευαίσθητο συνάμα θέμα, όπου εύρημα του ΕΔΔΑ ήταν η παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης. Συγκεκριμένα, ενός δημοσιογράφου σε μια αστική υπόθεση όπου υπήρχε ουσιαστικά εύρημα, πρωτόδικα και δευτεροβάθμια, στα κυπριακά δικαστήρια για λίβελο και ότι απορρίφθηκε η υπεράσπιση της αλήθειας και του έντιμου σχολίου. Διαβάσατε την απόφαση του ΕΔΔΑ; Διαβάσατε το λεκτικό της απόφασης όπου έκρινε ουσιαστικά ότι τα εθνικά δικαστήρια ανεπίτρεπτα επιχείρησαν να υποκαταστήσουν τις απόψεις του δημοσιογράφου ως προς τον τρόπο παρουσίασης του θέματος;

Ως το ΕΔΔΑ έκρινε,  η προσέγγιση αυτή ήταν υπερβολικά περιοριστική και μη συμβατή με τις αρχές που διέπουν το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ για την ελευθερία της έκφρασης. Παραβιάστηκε αυτό το δικαίωμα. Θα έπρεπε να ζητήσουμε την παραίτηση των δικαστών του πρωτοδικείου Δικαστηρίου και του Εφετείου -του Ανωτάτου Δικαστηρίου ουσιαστικά κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο- των δικαστών που έλαβαν μέρος και κρίθηκαν ότι παραβίασαν αυτό το δικαίωμα; Η απάντηση για μένα είναι απλή. Σας λέω ότι ούτε οι δικαστές, ούτε ο Γενικός Εισαγγελέας, ούτε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ούτε οι δημόσιοι κατήγοροι, οι λειτουργοί μας που καθημερινά είναι στα δικαστήρια και μάχονται για προάσπιση και υποστήριξη των θυμάτων, είναι αναλώσιμοι και δεν είναι διαθέσιμοι στις ορέξεις μικροπολιτικών και λαϊκίστικων προσεγγίσεων.

Λυπούμαι, δεν είναι σκοπός να μπω σε αντιπαράθεση με κανέναν. Οι ανακοινώσεις είναι εκεί, τα κίνητρα είναι εκεί, η απάντηση είναι αυτή που σας έχω δώσει. Κανένας από αυτούς δεν είναι αναλώσιμος στις ορέξεις του οποιουδήποτε! Έχουμε υποχρέωση στο πλαίσιο της δικαστικής μας κρίσης, στο πλαίσιο της νομικής μας κρίσης, να αποφασίζουμε. Αν υπάρχει κακοπιστία, αν υπάρχει κακή πρόθεση, εκεί διαφοροποιούνται τα πράγματα.

Αν δεν υπάρχει, τότε θα συνεχίσουμε αυτό το έργο που πράττουμε καθημερινά, χωρίς να θέλουμε τα εύγε στις μεγάλες επιτυχίες, στους κινδύνους που υπάρχουν καθημερινά και που όλοι γνωρίζουν τις υποθέσεις που αναδεικνύονται στη δημοσιότητα και εμπεριέχουν τεράστιους κινδύνους. Είμαστε στην πρώτη γραμμή και δεν μιλώ για μένα.

Μιλώ για όλους τους λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας. Θα συνεχίσουμε το έργο μας με αυτόν ως γνώμονα.

Ευχαριστώ πολύ.