Άλμα: Ναι στη δίκαιη συνεισφορά των Τραπεζών, χωρίς υπονόμευση της οικονομικής σταθερότητας

Ναι στη δίκαιη συνεισφορά των Τραπεζών και Εταιρειών ΑΠΕ, χωρίς υπονόμευση της οικονομικής σταθερότητα, αναφέρεται σε γραπτή ανακοίνωση του Κινήματος Άλμα – Πολίτες για τη Κύπρο.

Το Άλμα δείχνει τον τρίτο δρόμο, του μέτρου, της σύνεσης και του ορθολογισμού.

1. Σκεπτικό

Η συζήτηση για τη φορολόγηση των απροσδόκητων υπερκερδών τραπεζών (windfall profits) και εταιρειών ΑΠΕ επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Αναγνωρίζουμε τη σοβαρότητα και την πολυπλοκότητα του θέματος, και θεωρούμε ότι η σχετική συζήτηση πρέπει να γίνει με προσοχή, επιστημοσύνη και ρεαλισμό, αποφεύγοντας ακραίες, λαϊκίστικες ή αφοριστικές τοποθετήσεις. Ούτε «πυροβολισμοί» κατά των τραπεζών, ούτε οι τράπεζες  στο «απυρόβλητο». Υπάρχει και ο τρίτος δρόμος, αυτός του μέτρου, της σύνεσης και του ορθολογισμού.

Στην Ευρώπη, η φορολόγηση υπερκερδών, δηλαδή κερδών που προκύπτουν από απροσδόκητους εξωγενείς παράγοντες, δεν είναι ασυνήθιστη. Εδράζεται στην αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης και στην συναφή ανάγκη της αναλογικής συνεισφοράς στα δημοσιονομικά βάρη από μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες, για εξωγενείς λόγους (δηλαδή, λόγους άσχετους με την επιχειρηματική λειτουργία τους), εμφανίζουν κέρδη πέραν των συνηθισμένων.

Αναφορικά με τις τράπεζες, υποστηρίζεται με ανησυχία ότι η ειδική, πρόσθετη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών μπορεί να υπονομεύσει την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα. Κατανοούμε την ανησυχία, αλλά  δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι τα υπερκέρδη δεν πρέπει να φορολογούνται με ειδικό τέλος εάν είναι απροσδόκητα. Ούτε και θεωρούμε ότι ο οριζόντιος, ειδικός, φόρος ύψους 0,15% επί των καταθέσεων που εισήχθη το 2012 (Ν.84(I)/2011) αφορά την πτυχή αυτή των απροσδόκητων κερδών. Η ευρωπαϊκή πρακτική έχει αποδείξει ότι, εφόσον προηγηθεί προσεκτική μελέτη, είναι δυνατόν να εφαρμοστεί κατάλληλο φορολογικό πλαίσιο, που να εξασφαλίζει τη δίκαιη συνεισφορά των τραπεζών στα δημόσια έσοδα όταν έχουν τέτοια απροσδόκητα υπερκέρδη, χωρίς να υπονομεύεται η ανταγωνιστικότητα του τομέα ή η οικονομική σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, τέτοιες φορολογικές προσαρμογές έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και μπορούν να εφαρμοστούν στην Κύπρο με τρόπο που να ενισχύει τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή, χωρίς να υπονομεύεται η οικονομική σταθερότητα. Η άκριτη και αστόχευτη, όχι η λελογισμένη και συνετή επιβολή φορολογιών επί των υπερκερδών υπονομεύει την οικονομική σταθερότητα. Η αόριστη επίκληση της πρόκλησης οικονομικής αστάθειας συνιστά ατεκμηρίωτη (και ιδεολογικώς ύποπτη) κινδυνολογία και δεν πρέπει να λειτουργεί ως άλλοθι για αδράνεια.

2. Τι συμβαίνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και η θέση της Κομισιόν

Σε πολλές χώρες της Ε.Ε. έχουν ήδη εφαρμοστεί φόροι για τα υπερκέρδη, ειδικά για τράπεζες και εταιρείες ΑΠΕ. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η φορολόγηση των υπερκερδών μπορεί να είναι ένα εργαλείο για τη δικαιότερη κατανομή των κοινωνικών βαρών, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής αναταραχής ή αυξημένων κερδών λόγω εξωτερικών παραμέτρων, όπως η αύξηση των επιτοκίων ή οι τιμές ενέργειας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη τοποθετηθεί υπέρ της εφαρμογής προσωρινών φόρων υπερκερδών στον τομέα της ενέργειας, θεωρώντας την ως «έκτακτο μέτρο», το οποίο δεν υπονομεύει τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές ανάπτυξης. Επίσης, σε πρόσφατη μελέτη της για τις χώρες της Βαλτικής (Taxing Bank Windfall Profits: Lessons from the Baltics, Οκτώβριος 2025), η Κομισιόν παραδέχεται ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές φορολόγησης υπερκερδών κατάφεραν να «εξασφαλίσουν κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς να υπονομεύσουν τη σταθερότητα των τραπεζών». Αυτή η αναγνώριση δείχνει ότι η φορολόγηση των απροσδόκητων υπερκερδών των τραπεζών μπορεί να εφαρμοστεί με τρόπο που να προστατεύει την οικονομική σταθερότητα, χωρίς να οδηγεί σε υπονόμευση του τραπεζικού συστήματος.

3. Η φορολογική μεταρρύθμιση της Κυβέρνησης Χριστοδουλίδη ευνοεί τους μεγαλομετόχους των τραπεζών και των ΑΠΕ που έχουν υπερκέρδη

Η προτεινόμενη φορολογική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης, που εκκρεμεί ενώπιον της Βουλής, προχωρά σε σημαντική μείωση της φορολογίας επί των μερισμάτων από το 17,5% στο 5%. Αυτή η μείωση ευνοεί τους μεγάλους μετόχους εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, επιτρέποντάς τους να αποκομίσουν μεγάλα κέρδη, χωρίς, παράλληλα, να φορολογούνται αναλόγως τα υπερκέρδη που έχουν προκύψει από τη συγκυρία της απροσδόκητης αύξησης των επιτοκίων. Αυτό δημιουργεί ανισορροπία, καθώς η κοινωνία δεν βλέπει επιστροφή ενός μέρους αυτών των υπερκερδών για τη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων ή για κοινωνικούς σκοπούς, ενώ, αντιθέτως βλέπει την οικονομική πριμοδότηση των μεγαλομετόχων. Το θέμα των τραπεζών είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο, καθότι οι φορολογούμενοι ανέλαβαν τη σωτηρία τους το 2013. Αναμένεται, συνεπώς, η αντίστοιχη αμοιβαιότητα σε χαλεπούς καιρούς, στους οποίους η ακρίβεια δοκιμάζει τα νοικοκυριά. Ενισχύεται η άποψη ότι η σωτηρία των τραπεζών το 2013 και οι φορολογικές ελαφρύνσεις των μετόχων τους τώρα πρέπει να συνοδευτούν από μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες θα συνεισφέρουν αναλογικά.

4. Ολιγοπώλιο και έλλειψη ανταγωνισμού στην Κυπριακή τραπεζική αγορά

Η Κύπρος διαθέτει ένα τραπεζικό σύστημα με χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου, δηλαδή περιορισμένο αριθμό παικτών, γεγονός που περιορίζει τον ανταγωνισμό. Η έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού μειώνει την πίεση για πιο ανταγωνιστικά επιτόκια, αφήνοντας τις τράπεζες να απολαμβάνουν αυξημένα περιθώρια κέρδους χωρίς σημαντική πίεση στην αγορά, όποτε τα βασικά επιτόκια αυξάνονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ως εκ τούτου, η φορολόγηση των απροσδόκητων υπερκερδών έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανακατανομή αυτών των υπερκερδών σε κοινωνικά χρήσιμους τομείς και τη διασφάλιση ενός πιο ισότιμου οικονομικού περιβάλλοντος.

5. Προτάσεις για την εισαγωγή φορολογίας υπερκερδών λόγω Εξωγενών Παραμέτρων

Η πρότασή μας για τη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών στηρίζεται σε μία ορθολογική, συνετή και δίκαιη προσέγγιση, η οποία επιδιώκει να ενισχύσει τη δημοσιονομική δικαιοσύνη χωρίς να βλάψει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος ή να περιορίσει τη δανειοδοτική ικανότητα των τραπεζών.

Ο φόρος θα επιβληθεί μόνο στα απροσδόκητα υπερκέρδη που προκύπτουν από εξωγενείς παράγοντες, όπως η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή άλλες οικονομικές συνθήκες, οι οποίες δεν σχετίζονται με την κανονική επιχειρηματική ανάπτυξη της τράπεζας. Για να θεωρηθούν τα κέρδη ως “υπερβάλλοντα”, πρέπει να πληρούνται και τα  δύο πιο κάτω κριτήρια:

  • Κέρδη πέραν της αναμενόμενης αύξησης κερδών: Η αναμενόμενη αύξηση κερδών για κάθε έτος υπολογίζεται βάσει της μέσης αύξησης των κερδών των τραπεζών στην Ευρωζώνη για το ίδιο έτος, αυξημένη κατά 20%. Για παράδειγμα, εάν στην Ευρωζώνη, η μέση αύξηση κερδών σε σχέση με το προηγούμενο έτος είναι 10%, η αναμενόμενη αύξηση κερδών για τις κυπριακές τράπεζες θα είναι μέχρι 12%. Αν η πραγματική αύξηση κερδών σε μία τράπεζα, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, είναι μικρότερη του 12%, τότε δεν υφίσταται θέμα υπερκερδών.
  • Αύξηση κερδών πέραν του 20% σε σχέση με τον μέσο όρο τριετίας: Αν ικανοποιείται η προηγούμενη προϋπόθεση και, επιπρόσθετα, το κέρδος της τράπεζας σε ένα έτος ξεπερνά το 120% του μέσου όρου των κερδών της στα τελευταία 3 έτη (χωρίς να περιλαμβάνονται έτη με ζημίες), τότε δημιουργείται η βάση για τη φορολόγηση των υπερκερδών. Σε αυτή την περίπτωση, τα υπερβάλλοντα κέρδη πέραν αυτού του ορίου του 120%, ορίζονται ως απροσδόκητα υπερκέρδη και φορολογούνται αναλόγως. Για τον καθορισμό της ακριβούς διαδικασίας που θα χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των απροσδόκητων υπερκερδών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μεθοδολογίες που εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να εισαχθούν δικλείδες που θα διασφαλίζουν ότι, αυτό που θα φορολογείται, θα είναι τα απροσδόκητα υπερκέρδη που προκύπτουν από αμιγείς τραπεζικές εργασίες (όπως η διαφορά εσόδων και εξόδων από δάνεια και καταθέσεις) και όχι κέρδη από άλλες δραστηριότητες (όπως η πώληση περιουσιακών στοιχείων.

Για σκοπούς κατανόησης, δίνεται το εξής παράδειγμα (οι συντελεστές επιδέχονται συζήτηση):

  • Κέρδη μέχρι 120% του μέσου όρου τριετίας: 0% φόρος.
  • Κέρδη από 120% έως 130% του μέσου όρου τριετίας: 10% φόρος.
  • Κέρδη από 130% έως 150% του μέσου όρου τριετίας: 15% φόρος.
  • Κέρδη άνω των 150% του μέσου όρου τριετίας: 20% φόρος (ανώτατο όριο).

Η φορολόγηση των υπερκερδών θα είναι έκτακτη και στοχευμένη, με διάρκεια 2 έως 3 ετών, και θα αναθεωρείται ανά έτος, με συνεχή παρακολούθηση των μακροοικονομικών δεδομένων και δυνατότητα αναστολής για το επόμενο έτος εάν υπάρξει επίπτωση στην πιστωτική επέκταση.

Αξιοποίηση και αναδιανομή των εσόδων από τον Φόρο: Τα έσοδα που θα προκύψουν από τη φορολόγηση των υπερκερδών θα διατίθενται για κοινωνικούς σκοπούς, όπως η επιδότηση δανείων για ευάλωτες ομάδες και η στήριξη κοινωνικών προγραμμάτων.

Διαφάνεια και Λογοδοσία: Οι τράπεζες θα υποχρεούνται να δημοσιοποιούν πλήρως τα αποτελέσματα των ελέγχων, τις αυξήσεις επιτοκίων, τις δανειακές δραστηριότητες και τις συγκρίσεις με τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Ο φόρος θα επιβάλλεται με πλήρη διαφάνεια και λογοδοσία, με καθαρά κριτήρια και διαδικασίες ελέγχου.

6. Η θέση μας για τις εταιρείες ΑΠΕ

Όπως έχει συμβεί και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αναγνωρίζουμε την ανάγκη φορολόγησης των υπερκερδών στον τομέα των ΑΠΕ, ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου το μοντέλο της «ανταγωνιστικής αγοράς» ενέργειας έχει δημιουργήσει συνθήκες αθέμιτης κερδοσκοπίας. Οι εταιρείες ΑΠΕ, παρά τις εγγυήσεις και τις κρατικές αδειοδοτήσεις, επωφελούνται από την αύξηση των τιμών ενέργειας για να αποκομίσουν υπερβάλλοντα κέρδη, χωρίς να φέρουν το ίδιο ρίσκο με άλλες επιχειρήσεις της αγοράς.

Προτείνουμε να υιοθετηθεί ένα μοντέλο όπου υπερκέρδος θα θεωρείται κάθε κέρδος που υπερβαίνει ένα καθορισμένο ποσοστό εύλογου κέρδους για δραστηριότητες αυτού του τύπου. Αν υιοθετηθεί το μοντέλο του single buyer (όπως στην Μάλτα), όπως έχουμε προτείνει, θα εξαλειφθεί η ανάγκη φορολόγησης των εταιρειών ΑΠΕ, καθώς οι τιμές και τα κέρδη θα προκύπτουν στη βάση μειοδοτικών διαγωνισμών εξασφαλίζοντας έτσι λογικές αποδόσεις στις εταιρείες αυτές.

7. Συμπέρασμα: Ισορροπία και δικαιοσύνη

Στην Κύπρο, η συζήτηση για τη φορολόγηση των απροσδόκητων υπερκερδών δεν πρέπει να θεωρείται ως περιοριστικό μέτρο για τις επιχειρήσεις, αλλά ως ένα εργαλείο κοινωνικής δικαιοσύνης. Προτείνουμε ένα σύστημα φορολόγησης που θα είναι στοχευμένο, διαφανές και κλιμακωτό, διασφαλίζοντας ότι η επιχείρηση μπορεί να συνεχίσει τη λειτουργία της, ενώ παράλληλα συνεισφέρει αναλογικά στην κοινωνική συνοχή, όταν καταγράφει υπερβάλλοντα κέρδη λόγω εξωτερικών, ιδιαζουσών συνθηκών. Η προσέγγισή μας θα ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και τη δικαιοσύνη, χωρίς να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων των ειδικών αυτών τομέων της οικονομίας.