Ευρωπαϊκό Κεκτημένο και Ενωσιακές πρόνοιες περί πολιτισμικής προστασίας

«Η ιδιαιτερότητα της Ευρώπης δεν έγκειται στην κατάργηση της διαφορετικότητας, αλλά στην διαχείριση των πολιτιστικών διαφορών, στην κατανόηση της πολυφωνίας και στην αποδοχή της συνύπαρξης μη εναρμονισμένων πραγματικοτήτων.» Mr. Pierre Legrand

Η ιστορία απέδειξε και αποδεικνύει, ότι ο «Πολιτισμός» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία, τα οποία επηρεάζουν και διαμορφώνουν όλα ανεξαιρέτως τα συστήματα διακυβέρνησης, δημοκρατικά και μη. Αναντίλεκτα, το στοιχείο του πολιτισμού, αποτελεί ζήτημα θεμελιώδους σημασίας και παίζει σημαντικότατο ρόλο στα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης, αφού τείνει να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις και τις ισορροπίες που αναπτύσσονται μέσα στις φιλελεύθερες κοινωνίες. Αυτοί οι οποίοι υποτίμησαν και/ή αγνόησαν τη δυναμική που μπορεί να αναπτύξει το στοιχείο του πολιτισμού, μέσα στις οργανωμένες κοινωνίες, όπως επίσης και την ανάγκη των πολιτών να αυτό-προσδιορίζονται και να ανήκουν κάπου εθνολογικά, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τον ρυθμό των περιφερειακών ή των παγκόσμιων εξελίξεων (το στοιχείο του πολιτισμού λειτουργεί σε δύο επίπεδα, το διεθνές και το περιφερειακό).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ουσιαστικά αποτελεί μία Ένωση εν μέρει ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, δεν δύναται να παραβλέψει το στοιχείο του πολιτισμού και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρεάζει την πορεία της ούτω καλούμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ αποτελεί ένα συνονθύλευμα διάφορων πολιτισμικών ομάδων και λαών, οι οποίοι καλούνται να συμβιώσουν μέσα σε ένα «κοινό» αξιακό πλαίσιο, το οποίο ενίοτε καθορίζεται και ρυθμίζεται από υπερεθνικούς, αναγκαστικούς κανόνες δικαίου. Γίνεται επομένως αντιληπτό, ότι οι προκλήσεις που οι πολιτικές ηγεσίες έχουν να αντιμετωπίσουν, μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα πολιτισμικής ανομοιομορφίας, είναι σημαντικές. Πολιτιστικά ζητήματα όπως «κοινή κουλτούρα;» ή «κοινές αξίες;», δεν παραπέμπουν κατά ανάγκη σε κοινά αποδεκτές ερμηνείες και άρα οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κάθε φορά, χρήζουν προσεκτικής εξέτασης.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), για πρώτη φορά ανέθεσε συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε θέματα πολιτισμού, στα ευρωπαϊκά όργανα. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της Συνθήκης, εισήγαγε το στοιχείο του πολιτισμού, σε όλο το φάσμα των πολιτικών της Κοινότητας και ανέδειξε τον ρόλο που αυτό δύναται να παίξει στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το πλέον όμως σημαντικό άρθρο είναι το άρθρο 151 ΕΚ (άρθρο 167 Συνθήκη της Λισαβόνας), το οποίο ορίζει ρητά τους κύριους στόχους της Κοινοτικής δράσης, στον τομέα του πολιτισμού. Η Ένωση θα πρέπει μεταξύ άλλων «να συμβάλει στην ανάπτυξη του πολιτισμού των κρατών/μελών της, σεβόμενη πάντοτε την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, και ταυτόχρονα να εμπεδώσει το αίσθημα της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς – να ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών/μελών και εάν κρίνεται σκόπιμο, να υποστηρίξει και/ή συμπληρώσει τη δράση τους – να ενισχύσει τη συνεργασία με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανώσεις, στον τομέα του πολιτισμού και ειδικότερα με το Συμβούλιο της Ευρώπης.»

Ως εξαιρετικής σημασίας, κρίνεται η παράγραφος 4 του άρθρου 167 Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία προβλέπει ότι η Ένωση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της, όλες τις πολιτιστικές παραμέτρους, όταν γενικά αναλαμβάνει δράση, δυνάμει οποιονδήποτε άλλων προνοιών της Συνθήκης. Η διάταξη αυτή τείνει να λειτουργεί ως η κατευθυντήρια γραμμή των πολιτικών της Ένωσης και ταυτόχρονα αναδεικνύει την σημασία που αποδίδεται στο πολιτισμικό στοιχείο. Για πληρέστερη ενημέρωση μας, η Συνθήκη του Άμστερνταμ (μεταγενέστερη της Συνθήκης του Μάαστριχτ), πρόσθεσε την ανάγκη για σεβασμό και προαγωγή της πολιτιστικής πολυμορφίας, πρόνοια η οποία αντικατοπτρίζει την αρχή του σεβασμού της εθνικής ταυτότητας (άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Με άλλα λόγια, το άρθρο 6 επικεντρώνεται στην ανάγκη προστασίας της πολιτισμικής πολυμορφίας και του σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Συνοψίζοντας, η δράση της Ένωσης στον τομέα του πολιτισμού, καθορίζεται και ρυθμίζεται από το άρθρο 167 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (πρώην άρθρο 151 ΣΕΚ). Το εν λόγω άρθρο θα πρέπει να διαβάζεται παράλληλα με το άρθρο 6 της ΣΛΕΕ, το οποίο ρητά καθορίζει τις αρμοδιότητες της ΕΕ, στον τομέα του πολιτισμού. Σύμφωνα με το τελευταίο, η Ένωση δύναται να αναλαμβάνει δράσεις, με κύριο στόχο να υποστηρίξει και/ή συντονίσει και/ή συμπληρώσει τη δράση των κρατών/μελών. Οι εν λόγω πρόνοιες, «φωτογραφίζουν» μια δημοφιλή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αρχή, την «Αρχή της Επικουρικότητας». Σύμφωνα με την τελευταία, η Ένωση έχει καθήκον να υποστηρίξει και/ή συμπληρώσει, τις όποιες πρωτοβουλίες των κρατών/μελών, που αποσκοπούν στην εμπέδωση και ενδυνάμωση της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η σημαντικότητα της πιο πάνω διάταξης έγκειται στον διπλό της ρόλο, εφόσον επιβάλλεται να λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Με άλλα λόγια, ενώ η Ένωση επικουρεί και/ή συνδράμει την διαδικασία της πολιτισμικής ολοκλήρωσης, εντός Ευρωπαϊκού/Ενωσιακού χώρου, ταυτόχρονα επικουρεί και/ή συνδράμει όλες τις προσπάθειες που καταβάλλονται και που στόχο έχουν την προώθηση του διαπολιτισμικού διαλόγου, με τρίτες χώρες (εκτός Ενωσιακού χώρου).

Αναμφίβολα, η Συνθήκη της Λισαβόνας δίνει μεγαλύτερη σημασία στο στοιχείο του πολιτισμού και αυτό γίνεται αντιληπτό από το προοίμιο της Συνθήκης. Συνοπτικά, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 1, αναφέρεται ρητά, ότι η Ένωση αντλεί έμπνευση από την πολιτιστική, θρησκευτική και ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης. Ένας από τους βασικούς στόχους της Ένωσης, σύμφωνα με τη Συνθήκη, είναι ο σεβασμός της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας, όπως και η διασφάλιση, προστασία και περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτιστικής κληρονομιάς (άρθρο 2).

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας, όσον αφορά τα πολιτιστικά ζητήματα, εισήγαγε μια σημαντική καινοτομία, η οποία είναι άξια σχολιασμού. Οι αποφάσεις για ζητήματα πολιτισμού, λαμβάνονται πλέον από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, όπως ίσχυε προηγουμένως. Ωστόσο, από την στιγμή που δεν επετεύχθη ακόμη ο στόχος της πλήρους εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών, στον τομέα αυτό, το σύστημα λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία χρησιμεύει κυρίως στην επίσπευση κάποιων διαδικασιών, όταν π.χ. τα κράτη/μέλη καλούνται να αποφασίσουν για θέματα όπως χρηματοδότηση πολιτιστικών προγραμμάτων.

Πρόνοιες περί προστασίας της πολιτισμικής κληρονομίας και πολυμορφίας, συναντούμε και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 22 του Χάρτη προβλέπει ότι η ΕΕ υποχρεούται να σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυμορφία.

Τέλος, για να αντιληφθούμε καλύτερα την σημασία που αποδίδεται στο πολιτισμικό στοιχείο, από πλευράς Ένωσης, θα πρέπει να ανατρέξουμε στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (1989). Το Δικαστήριο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η προστασία του πολιτισμικού στοιχείου, αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της Ένωσης και επιπλέον δύναται να συνιστά επαρκή λόγο για περιορισμό ακόμη και των αρχών του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Σχετική είναι εδώ η υπόθεση Groener (C379/87), της οποίας οι αρχές υιοθετήθηκαν και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Στην υπό αναφορά υπόθεση, το Δικαστήριο μέσα από την πολυσέλιδη απόφαση του, ανέδειξε την ανάγκη προστασίας της πολιτιστικής πολυμορφίας (η υπόθεση ασχολείτο με την προστασία των μειονοτικών γλωσσών) και επιπλέον κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η ανάγκη για προστασία των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, δύναται να συνιστά επαρκή λόγο ακόμη και για περιορισμό του δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας.

Αναστάσης Θεοχαρίδης

Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος