Ελύτης: Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε

Ο Οδυσσέας Ελύτης (Οδυσσέας Αλεπουδέλης) γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης και έφυγε στις 18 Μαρτίου 1996.

Ήταν ποιητής και ζωγράφος και ένα από τα πιο λαμπρά πνεύματα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Το 1979 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ αποτέλεσε ένα από τα επίλεκτα μέλη της λεγόμενης «γενιάς του τριάντα» στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας.  Η ποίησή του γέννησε μεγάλα και διαχρονικά τραγούδια…

Τα «αποφθέγματά» του, θαρρείς και γράφτηκαν σήμερα και όχι δεκαετίες πριν…

Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει

Σ’ άλλες εποχές είναι που ζούνε την ελευθερία οι άνθρωποι και σ’ άλλες εποχές που νομίζουν ότι την έχουν κατακτήσει.

Τα πάντα, θα ‘λεγες, είναι ικανός να σοφίζεται ο άνθρωπος, φτάνει να μην υποχρεωθεί να κοιταχτεί καταπρόσωπο.

Το μεγαλύτερος θάρρος, το πιο υπολογίσιμο, είναι αυτό που διαθέτει ο ανώνυμος άνθρωπος.

Ζούμε στον αιώνα της ευκολίας. Εδώ πέρα ως και τα λόγια, εάν δεν είναι του καφενείου, δυσκολεύονται να περάσουν.

Έχουμε την πάσα ευκολία να πλησιάζουμε τα φονικά, δεν έχουμε όμως καμιά για τα τριαντάφυλλα.

Αν υπάρχει κάτι που περνάει από χέρι σε χέρι, αυτό είναι η ανθρωπιά.

Αντιστρατευτήκαμε ριζωμένες προλήψεις, φίλτατε, πρέπει να το παραδεχτούμε και να πληρώσουμε.

Ποιος θα φανταζότανε ποτέ ότι σε μέρες ειρήνης κι ευημερίας η χάρις θα μπορούσε να υποτιμηθεί; Και όμως.

Η αγάπη είναι μια υπέροχη κακοτοπιά. Όσοι βάλθηκαν να την εξερευνήσουν δεν επέστρεψαν ποτέ -καλή τους ώρα!

Ό,τι σήμερα μοιάζει ανώδυνο, Κύριοι, θα πονέσει αύριο. Περιμένετε λιγάκι να ξημερώσει

Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει.

Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.

Το παν είναι η ρότα σου κόντρα στην κοινωνία ετούτη.

Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.

Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θά’ χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.

Ήρθαν ντυμένοι “φίλοι” αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.

Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα).

Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ’ ακούς; το αχ που βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν’ η αγάπη.

Τρώγε την πρόοδο και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.

Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται.

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας, που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου, σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά.

Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Οδυσσέας Ελύτης